της Εβελίνας Χατζηδάκη

Σαλόνι με μισόσβηστα φώτα. Στο τραπέζι ήταν το βερμούτ και τα φυστίκια.Το πικ-απ
έπαιζε μπλούζ,”the house of the rising sun “.Τα κορίτσια στημένα στις καρέκλες με τακούνια
για να φαίνονται μεγάλες,με μαλλί στο κομμωτήριο πατικωμένο από τη λακ,με το καλό τους
φουστάνι.Τα αγόρια με κουστούμι και γραββάτα και το μαλλί στο μπρηλ-κρημ,διαλέγανε τις
ντάμες-μόνο τα αγόρια μπορούσαν να το κάνουν αυτό._Χορεύετε δεσποινίς;¨Εξω χόρευε η
Χούντα,η άγρια τρομοκρατία,η καταπάτηση κάθε ατομικού και κοινωνικού δικαιώματος,
αλλά το σπίτι με το πάρτυ ήταν καλά προφυλαγμένο απ’όλα αυτά.Δεν ανήκε σίγουρα σε
κάποια αριστερή οικογένεια,δεν είχε δεχτεί την επίσκεψη τής Ασφάλειας,τα παιδιά πού
χορεύανε ήταν ακόμα πολύ νεαρά,δεν ξέραν,δεν είχαν καταλάβει. Κι όμως,η αρχή τού τέλους
είχε ξεκινήσει.Μιά αόριστη αμφισβήτηση όχι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη, είχε κάνει την εμφάνισή
της και σ’αυτό το περιβάλλον.Κάποια παιδιά από εκείνη την παρέα είχαν σταματήσει να έρχονται
στα πάρτυ,είχαν αποκτήσει άλλη εμφάνιση, μούσι και μακρυά μαλλιά τα αγόρια, κοτλέ παντελόνια
και στρατιωτικά τζάκετ τα κορίτσια και μάς είχαν καλέσει και μάς να φύγουμε.-Τι κάνετε εκεί
πέρα,ελάτε μαζί μας,μάς είχαν πει.Εμείς στις καρέκλες το αποφασίσαμε εκείνο το βράδυ,έτσι
ξαφνικά,η στιγμή είχε έρθει.Ήπιαμε μονορούφι το τελευταίο βερμούτ,είπαμε :-΄Οχι δεν χορεύω στο
λιμοκοντόρο με το κουστούμι που ήρθε για χορό και φύγαμε χωρίς να πούμε τίποτα ενώ στο πικ-απ
έπαιζε ακόμα το “the house of the rising sun”.Πηγαίναμε να βρούμε αυτούς πού είχαν κιόλας φύγει
χωρίς να ξέρουμε ακριβώς πού θα μάς έβγαζε αυτός ο δρόμος.

Από τότε άρχισε μιά περιπλάνηση στην αθηναϊκή νύχτα χωρίς σκοπό: πηγαίναμε στις
μπουάτ και σε μικρά συνοικιακά ταβερνάκια,περιφερόμαστε σε έρημους δρόμους και
κουβεντιάζαμε ατέλειωτα.Κάτι ψάχναμε πού νομίζαμε ότι περπατούσε στούς δρόμους και θα το
συναντούσαμε.Τότε στην αρχη δεν μπορούσαμε να το κάνουμε πιό συγκεκριμένο και να τού
δόσουμε όνομα,λίγο-λίγο όμως καταφέραμε να το βαπτίσουμε: το είπαμε Επανάσταση,αυτή
ψάχναμε.Στις κουβέντες μας γκρεμίζαμε τον κόσμο και τον ξαναφτιάχαμε από την αρχή,πώς μάς
βγήκε τόση αμφισβήτηση ούτε πού είχαμε καταλάβει.Φτιάχναμε αλλοιώς τα σχολεία,τα σπίτια τις
σχέσεις,την κοινωνία γενικά,τίποτα δεν αφήναμε όρθιο.Για τις συγκεκριμένες επαναστάσεις πού
είχαν γίνει δεν ξέραμε σχεδόν τίποτα,ούτε για την πρόσφατη ιστορία τής Ελλάδας.Ούτε για το Μάη
τού ’68 είχαμε μάθει τίποτα.Η χούντα είχε φροντίσει ώστε τέτοιες πληροφορίες να μη φτάνουν
μέχρι εμάς.Και φυσικά δε μάς περνούσε από το μυαλό ότι ζούσαμε μέσα στο Μάη κι ας μην το
είχαμε καταλάβει.Αργότερα κάτι μάθαμε κι ένα τυχαίο πέρασμα από το Παρίσι αν και αρκετά μετά
από το Μάη τού ’68 έφερε στην παρέα ένα ξεχασμένο σύνθημα από έναν απόμερο παρισινό δρόμο
πού μάς γοήτευσε: “Η Επανάσταση θα είναι μιά γιορτή ή δε θα υπάρχει”. Έτσι τη θέλαμε κι εμείς
την επανάστασή μας, έτσι τη φανταζόμαστε.

Με τη Χούντα δεν είχαμε ασχοληθεί ιδιαίτερα.Φυσικά είμαστε ενάντια αλλά το θεωρούσαμε
πολύ λίγο να επικεντρωθούμε σ’ αυτήν εμείς πού θέλαμε να ανατρέψουμε όλο το σύστημα,όλες τις
δομές,τούς μηχανισμούς,τη φιλοσοφία του.Αλλά είχε έρθει κιόλας το 1973.Αρχίσαν οι αναταραχές
στις φοιτητικές σχολές,είδαμε τα παιδιά στην ταράτσα τής Νομικής,αρχίσαν διαδηλώσεις,είδαμε τα
γκλομπς τών αστυνομικών και τούς δρόμους απ’όπου είχε περάσει η διαδήλωση γεμάτους αίματα
να μαρτυρούν για το τι είχε συμβεί.Μάθαμε για τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια,αυτή τηνανείπωτη φρίκη στην οποία σέρνονταν 18χρονα ανυπεράσπιστα παιδιά για να αρνηθούν τις ιδέες
τους και να τιμωρηθούν πού εξεγέρθηκαν.Όσοι από μάς τόλμησαν να μπούνε μέσα στις σχολές για
να παρακολουθήσουν συνελεύσεις εντοπίστηκαν από την πανταχού παρούσα Ασφάλεια και είδαν
μιά μέρα ένα μπιλλιέτο στο σπίτι τους: “Παρακαλούμε να περάσετε από τη Διεύθυνση τής Γενικής
Ασφάλειας δι υπόθεσίν σας”.Ανατριχιάσαμε,το απειλητικό ενδεχόμενο σύλληψης αν η εμπλοκή μας
γινόταν πιό ουσιαστική μάς παρέλυε.Είχαμε κιόλας καταλάβει ότι όποιος(-α) περνάει στα
μπουντρούμια τής Ασφάλειας και τών παρεμφερών υπηρεσιών πού λειτουργούσαν τότε,δεν
ξαναβγαίνει ουσιαστικά ποτέ γιατί σκοπός τους εκεί ήταν να μεταβάλουν τούς ανθρώπους σε
ζωντανούς νεκρούς.Γι’αυτό κι εμείς όλα τα παρακολουθούσαμε αλλά κρατώντας τις αποστάσεις
μας,από μακρυά,από το απέναντι πεζοδρόμιο.Το ξέραμε πιά ότι έπρεπε να παλέψουμε για την
ανατροπή τής Χούντας.Η γενικευμένη επανάσταση την οποία πρεσβεύαμε είχε καταλήξει άλλοθι
μπροστά στο φόβο για τον συγκεκριμένο αγώνα πού έμπαινε επιτακτικά μπροστά μας. Αλλά εγώ
και αρκετοί άλλοι φοβόμαστε ακόμα,για τον εαυτό μου δεν πίστευα ότι θα έκανα ποτέ το
αποφασιστικό βήμα να περάσω μέσα στη διαδήλωση,στην παρέα πολλά λέγαμε αλλά τούς αγώνες
πού είχαν ξεκινήσει τούς κοιτάζαμε από το απέναντι πεζοδρόμιο.

Από το απέναντι πεζοδρόμιο κοιτάζαμε και το Πολυτεχνείο.Το κοιτάζαμε και μάς
κοίταζε.΄Ηταν σε κατάληψη από την προηγούμενη μέρα.Αλλά καταλαβαίναμε χωρίς να μάς το πει
κανείς ότι αυτή τη φορά δεν είμαστε μπροστά σε μια απλή κατάληψη,μιά απλή διαμαρτυρία.Ήταν
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ η ίδια.Νοιώσαμε αμέσως ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα γεγονός πού δεν έχει
συνήθως κανείς την ευκαιρία να ζήσει πολλές φορές στη ζωή του.Τα σταματημένα τρόλεϋ και Ι.Χ.
μοιάζαν να ορίζουν μιά ελεύθερη περιοχή πού λειτουργούσε έξω από τούς νόμους τής Χούντας.Οι
αυτοσχέδιες προκηρύξεις,γραμμένες μία μόνο φορά πού είχαν πλημμυρίσει το δρόμο κάτω και
συνέχεια έρχονταν κι άλλες,κι άλλες, έδειχναν ότι ένα ολόκληρο πλήθος είχε βάλει την ψυχή του
για να μάς απευθύνει το κάλεσμα.Οι ελληνικές σημαίες πού είχαν υψωθεί,τα παιδιά στα κάγκελλα
πού μάς φωνάζαν, δίναν μιά αίσθηση ότι είχαν ξεπεράσει τον εαυτό τους,τα ανθρώπινα όρια,κι
αυτό δημιουργούσε μιά μαγική ατμόσφαιρα.Αυτό πού είχαμε μπροστά μας δεν ήταν γιορτή,μύριζε
κιόλας τραγωδία.Αφήσαμε κατά μέρος εκείνη την επανάσταση τού ονείρου πού μάς είχε τόσο
απασχολήσει.Πολλά-πολλλά χρόνια μετά θα την ξαναθυμόμαστε,αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.Οι
τελευταίοι δισταγμοί μάς έκαναν να κοιτάξουμε ξανά την ανοιχτή Πύλη.Πίσω της μπορεί να είχε
τον θάνατο,τα βασανιστήρια,αλλά ίσως και την απελευθέρωση.Κοιταχτήκαμε και είχαμε το ίδιο
βλέμμα.Είπαμε :Πάμε.Αυτό ήταν.Περάσαμε την Πύλη.

Θα προσπαθήσω να περιγράψω αυτά πού με εντυπωσίασαν τότε κι όχι αυτά πού σκέφτηκα
μετά για το Πολυτεχνείο.

Είχε τόσο κόσμο πού γρήγορα χαθήκαμε και βρέθηκα να περιπλανιέμαι μόνη μου στο
προαύλιο.Το πρώτο πράγμα πού μού έκανε εντύπωση ήταν η μεγάλη συμπαράσταση τού κόσμου
αλλά και η οργάνωση τής κατάληψης.
Κόσμος πολύς πού δεν ανήκε στη νεολαία ερχοταν
συνέχεια και έφερνε ένα σωρό πράγματα τρόφιμα,φάρμακα,διάφορα χρήσιμα αντικείμενα,μερικοί
δίναν και λεφτά.Άτομα τής κατάληψης κάναν την παραλαβή,καταγράφαν και δίναν αμέσως
εντολές: αυτά για το εστιατόριο,αυτά για την κουζίνα,αυτά για τον πολύγραφο.Άκουσα να λένε ότι
κάποια πράγματα τούς περίσσευαν και μήπως θα έπρεπε να μην τα φέρνουν όλα εκεί αλλά να
δημιουργηθούν και άλλα κέντρα αντίστασης και μετά άκουσα να λένε ότι δεν υπήρχαν άλλα κέντρα
αντίστασης και ούτε δημιουργούσε κανείς και ότι έπρεπε να ενισχυθεί αυτό πού υπήρχε γιατί στο
Πολυτεχνείο μαζευόταν όλος ο κόσμος.Αυτό το έβλεπα κι εγώ.

Ένα άλλο πράγμα πού με εντυπωσίασε,με συγκίνησε και άλλαξε πραγματικά την στάση μου
απέναντι στη ζωή ήταν ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα συντροφικότητας,αλληλεγγύης,
συμμετοχής και αποδοχής.
Το ίδιο μού είπαν και οι άλλοι,όταν βρεθήκαμε μετά.Ίσως στη
Συντονιστική Επιτροπή όπου μαίνονταν οι συγκρούσεις για το χαρακτήρα τής εξέγερσης αλλά και
για άλλα γινικότερα ιδεολογικά θέματα όπως μάθαμε μετά,να μην είχαν καν υποψιαστεί αυτό τοκαινούργιο πού γεννιόταν στο προαύλιο.Δεν γνώριζα κανέναν εκεί και δεν είχα ιδέα για τα θέματα
πού συζητούσαν αλλά οι άλλοι ήταν σα να με γνώριζαν και μάλιστα σα να είχαν χαρεί πού είχα πάει
μαζί τους,έτσι το ένοιωσα.Στα πηγαδάκια πού έμπαινα μού κάναν χώρο και καμιά φορά μού
απευθύναν το λόγο.Πρώτη φορά ένοιωσα τι θα πει να σε υπολογίζουν.Φυσικά αυτό δεν γινόταν
ειδικά για μένα,υπήρχε μιά τέτοια ατμόσφαιρα πού όλοι μιλούσαν σε όλους,Κάποια στιγμή μάλιστα
πού κάθησα σ’ένα χώρο όπου γράφαν συνθήματα και κείμενα για προκηρύξεις μού δόσαν και μένα
ένα χαρτί και μού είπαν:-Τι κάθεσαι,γράψε κι εσύ μιά προκήρυξη,μονο μη γράψεις Κάτω το
Κεφάλαιο και τέτοια γιατί είπαν από τη Συντονιστική να μην τα γράφουμε αυτά επειδή δεν
εκφράζουν τον κόσμο.-Εγώ προκήρυξη; τραύλισα. Συγκινήθηκα και αναρωτιόμουν:μα καλά δεν
καταλαβαίνουν πόσο άσχετη είμαι;Δεν θέλησα να απογοητεύσω όμως αυτόν πού με
εμπιστεύτηκε.΄Ακουσα ένα κείμενο πού μετέδιδε ο πομπός και πήρα ιδέες για τη δομή.Κάποιες
βρισιές για τη Χούντα,ό,τι μού ερχόταν στο μυαλό ό,τι έκανε στο λαό-εξυπηρέτηση τών ξένων και
ντόπιων μεγαλοκαρχαριών,αυτό κάπου το είχα δει γραμμένο και μού άρεσε,για τις φυλακές,τις
εξορίες,τα βασανιστήρια, τη λογοκρισία,και από κάτω τα συνθήματα πού γράφαν στα πλακάτ:
ΨΩΜΙ,ΠΑΙΔΕΙΑ,ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ , ΕΞΩ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ,ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ,ΛΑΪΚΗ
ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ.Όταν το έδοσα μού σβήσαν το ΟΛΗ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΑ ΣΟΒΙΕΤ πού είχα γράψει
γιατί το είδα κάπου γραμμένο και θεώρησα ότι κάτι καλό θα είναι χωρίς να έχω ιδέα τι είναι τα
σοβιέτ.Με είδαν πού στενοχωρέθηκα και κάποιος μού είπε:ΓράψεΑΛΗΘΙΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Μάρεσε κι αυτό και το πρόσθεσα.Έτοιμο το κείμενό μου και το έδοσα,κάπου το πήγαν,δεν ξέρω
πού.Εγώ καμάρωνα,δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι είχα γράψει δική μου προκήρυξη.Δεν ήταν
βέβαια κανένα υπόδειγμα πρωτοτυπίας και βαθειάς πολιτικής σκέψης, ήταν όμως δικό μου, μού
ενίσχυσε το συναίσθημα τής συμμετοχής και μ’έκανε να ξεκαθαρίσω καλλίτερα γιατί πάλευα.

Εντύπωση μού έκανε ακόμα το κύρος πού απολάμβανε αυτή η Συντονιστική Επιτροπή-είχα
μάθει στο μεταξύ ότι την αποτελούσαν εκλεγμένοι αντιπρόσωποι από τισ συνελεύσεις τών σχολών
τους.Ήταν φανερό ότι κρατούσε γερά τον έλεγχο σε όλες τις πλευρές της κατάληψης.Οργάνωνε τα
πάντα,μέλη της βρισκόντουσαν παντού όπου συνέβαινε κάτι για να δόσουν οδηγίες και να
επιβλέψουν.Οταν ακουγόταν ότι έτσι είπε η Συντονιστική, οι αντιρρήσεις σταματούσαν.Στα
λημέρια τής Συντονιστικής στο εσωτερικό τού Πολυτεχνείου μπορούσε κανείς να θαυμάσει
καλλίτερα την οργάνωση και την αποτελεσματικότητα.Είχε φτιαχτεί εστιατόριο, ιατρείο,
ραδιοφωνικός πομπός πού ακουγόταν πια απ’όλη την Αθήνα κι ένα σωρό άλλοι χώροι είχαν
διαμορφωθεί για να εξυπηρετούν διάφορες ανάγκες.Κι΄όλα αυτά σε μιά μέρα κι όλα από 20χρονα
παιδιά,παρόλες τις διαφωνίες πού είχαν μεταξύ τους.Ένα πλήθος από παιδιά δούλευαν ασταμάτητα
το κάθε ένα στο πόστο του για να κρατηθεί αυτή η οργάνωση.Απ’ότι κατάλαβα τα μέλη τής
Συντονιστικής κρατούσαν μεν γερά τον έλεγχο τής κατάληψης αλλά συχνά καλούσαν συνελεύσεις
αυτών πού τούς είχαν εκλέξει και συζητούσαν τα ζητήματα.΄Ηταν αυτή μιά λειτουργία πού ποτέ
δεν είχαμε γνωρίσει στον έξω κόσμο.Πρώτη φορά καταλάβαινα κάπως τι θα μπορούσαν να
σημαίνουν όροι όπως εκλεγμένος και ανακλητός αντιπρόσωπος και λειτουργία συνέλευσης.

Θυμάμαι πολλά από τα θέματα πού γίνονταν αντικείμενο έντονων συζητήσεων στα πηγαδάκια
και συχνά καυγάδων οι οποίοι πάντως δεν χαλούσαν τίποτα από την όλη διοργάνωση.Δεν θα
επεκταθώ πάντως σ’αυτά για να μείνω στο πεδίο τών εντυπώσεων πού είχα τότε πού δεν
πολυκαταλάβαινα τη σημασία τους και δεν με είχαν ιδιαίτερα απασχολήσει.Οι περισσότερες
διαφωνίες είχαν πάντως σχέση με την ύπαρξη οργανωμένων φοιτητικών παρατάξεων στο χώρο τού
Πολυτεχνείου από τα γνωστότερα κόμματα τής Αριστεράς και την αντίθεση πού προκαλούσαν οι
απόψεις και ο τρόπος λειτουργίας τους σε μεγάλο κομμάτι τών ανένταχτων καταληψιών.Θα
αναφέρω μόνο μιά συζήτηση πού ερχόταν συχνά στο μυαλό μου μετά,για την ανάγκη να φτιαχτεί
ένα αντιδικτατορικό μέτωπο πού να επιβάλει τούς όρους του σε περίπτωση πού έπεφτε η
Χούντα.Φυσικά αυτό το μέτωπο δεν φτιάχτηκε ποτέ.Δεν ξέρω αν είχε φτιαχτεί αν θα κατάφερνε να
ανατρέψει το δίλημμα “Καραμανλής ή τανκς” στη λούμπα τού οποίου έπεσε ο αντιδικτατορικός
κόσμος μετά τη Μεταπολίτευση.

Από το μεσημέρι τής τρίτης μέρας,τής Παρασκευής 16/11/1973 η ατμόσφαιρα βάρυνε πολύ.Η
σύγκρουση ερχόταν το νοιώθαμε.Τα συναισθήματα και οι εντάσεις είχαν απογειωθεί.Καιπραγματικά,κάποια στιγμή έγινε επίθεση έξω με δακρυγόνα.΄Εγινε χαλασμός.Ο κόσμος σκόρπιζε για λίγο αλαφιασμένος και ξαναερχόταν πάλι με μάτια πρησμένα αλλά με την ίδια
αποφασιστικότητα.Δεν έφευγε.Και ξαφνικά σταμάτησαν τα δακρυγόνα.’Εγινε μιά σιωπή, μια
περίεργη αναμονή πού δεν ήξερες τι θα ακολουθήσει.Οι άνθρωποι τής Χούντας είχαν
κρυφτεί,είμαστε εμείς,η νύχτα και οι φωτιές.Οι φωτιές είχαν ανάψει στο χώρο μπροστά στο
Πολυτεχνείο για να εξουδετερώνουν τα δακρυγόνα.Ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω -γύρω,φώναζε
συνθήματα και τραγουδούσε.Βγήκα κι εγώ για να απολαύσω τις στιγμές. Λυπάμαι πού δε νομίζω
ότι θα βρω τα κατάλληλα λόγια για να τα περιγράψω.΄Ηταν κάτι σαν προσμονή κοσμογονίας.Ένα
συναίσθημα ότι κάτι τρομερό θα ακολουθούσε αλλά δεν ξέραμε αν θα ήταν για καλό ή για
κακό.Αυτή ήταν για μένα η μαγική στιγμή τής κατάληψης,κάτι πού δεν το ξανάζησα από τότε και
νοιώθω πολύ τυχερή πού είχα αυτή την εμπειρία.Η φωνή μας είχε δύναμη λες και ήθελε να φτάσει
στον ουρανό.

Και τότε ξαφνικά….απανωτές ριπές απ’όλες τις μεριές.Ακούστηκε η τρομερή λέξη: Σφαίρες.-
Μη φοβάστε,είναι ψεύτικες.Αλλά αμέσως μετά κάποιος άλλος ούρλιαξε:-Είναι αληθινές.Μάς
σκοτώνουν.Κραυγές,άτακτη φυγή αλλά κάποιοι συγκρότησαν διαδήλωση πού προχωρούσε μέσα
στις σφαίρες.Αργότερα είπαν ότι ήταν μύθος το Πολυτεχνείο γιατί οι νεκροί δεν ήταν από τούς
μέσα.Και λοιπόν,αυτό έχει σημασία;Ναι οι πυροβολισμοί πέφταν έξω από το Πολυτεχνείο βασικά
από τις ταράτσες.Και εμείς είμαστε εκεί και τρέχαμε με τις σφαίρες να σφυρίζουν γύρω μας χωρίς
να ξέρουμε πού να πάμε.Εμείς πού είχαμε ονειρευτεί την “επανάσταση πού θάταν μιά γιορτή”…

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.Οι εκκλήσεις τού σταθμού,τα τανκς πού κατέβηκαν,το γκρέμισμα
τής κεντρικής πύλης…Οι συλλήψεις και μετά η πτώση τού Παπαδόπουλου,ή σκληρότερη χούντα
πού διαδέχτηκε την παλιά,οι νέοι ζωντανοί-νεκροί τών βασανιστηρίων τής Ασφάλειας,οι
επεμβάσεις και η καταστροφή τής Κύπρου και τέλος μιά Μεταπολίτευση με το σύνθημα:
”Καραμανλής ή τανκς”.

Αν εξετάσουμε το Πολυτεχνείο με τη λογική τού μάνατζερ μιάς επιχείρησης πού αποβλέπει στο
άμεσο κέρδος και στην αποτελεσματικότητα,θα πούμε ότι ήταν ήττα.Απότυχε να ρίξει τη Χούντα
και να προλάβει τα σχέδια για την Κύπρο. Η Μεταπολίτευση δεν έγινε με τούς δικούς του όρους.Η
λογική όμως τού μάνατζερ δεν είναι αυτή πού ταιριάζει στην ερμηνεία ενός τέτοιου
γεγονότος.Στούς πολέμους και στις μάχες ο νικητής δεν είναι πάντα αυτός πού νομιζει ότι
νίκησε.Οι άνθρωποι τής εξουσίας κατάλαβαν καλά από την αρχη τι επικίνδυνο σύμβολο είχαν
αφήσει να δημιουργηθεί και θέλησαν να το εξουδετερώσουν.Στην αρχή με την άγρια καταστολή:οι
πρώτες επέτιοι τού Πολυτεχνείου τέλειωσαν με νεκρούς και τραυματίες.Έπειτα με την εξαγορά και
την καπηλεία.Το κάναν μιά ανούσια σχολική γιορτή.Πρόσφεραν καρέκλες εξουσίας και πέτυχαν να
δελεάσουν κάποια γνωστά ονόματα τής τότε Συντονιστικής Επιτροπής τα οποία πέρασαν με άνεση
από τις κομματικές καρέκλες στις οποίες είχαν ήδη προωθηθεί,στις καρέκλες τής εξουσίας.Ίσως η
απόσταση να μην είναι τόσο μεγάλη, ίσως το εμπόρευμα πού διέθεταν για έξοδο στις αγορές,το
Πολυτεχνείο το ίδιο,είχε τέτοια ζήτηση σε μιά αγορά πού ήθελε να το αφομοιώσει και να το σβήσει
σα σύμβολο ώστε η ζήτηση αυτή να προκάλεσε και την προσφορά. Ο νόμος αυτός δεν είναι πού
συντηρεί και την πορνεία;

Τι απόγινε όμως η ανώνυμη μάζα τών ατόμων πού βρίσκονταν τότε στην κατάληψη;Σίγουρα ο
αγώνας εκείνος δεν μπόρεσε να συνεχιστεί στις συνθήκες τής Μεταπολίτευσης,σκόρπισε και ο
κόσμος πού τον είχε αναλάβει,μάς πήρε μπάλα η ανάγκη τής επιβίωσης.Αλλά υπάρχουμε ακόμα
κάποιες(-οι) πού νοιώθουμε να μάς πλακώνει και τώρα εκείνη η πεσμένη Πύλη,πού κρατάμε μέσα
μας τη μνήμη σπρωγμένη όμως σε μιά απόμερη γωνία τού μυαλού μας γιατί δε θελησαμε να
ζήσουμε ούτε με φαντάσματα ούτε με αναμνήσεις.Εμείς το Πολυτεχνείο δεν το πουλήσαμε.Η
αλήθεια είναι βέβαια ότι και να θέλαμε,το δικό μας Πολυτεχνείο,τών αφανών,τών ανώνυμων,δεν
θα το αγόραζε κανείς.Αυτό το Πολυτεχνείο δεν πιάνει-και ευτυχώς-δεκάρα στις αγορές.

Δεν θέλαμε καθόλου να μιλάμε γι αυτό, ούτε να πηγαίνουμε στις επετείους και στα
αφιερώματα.Μόνο πού κάθε Νοέμβρη,όλα αυτά τα χρόνια μάς έπιανε μιά μεγάλη μελαγχολία τόσομεγαλύτερη,όσο λιγόστευαν οι πράξεις αντίστασης απέναντι σ’ένα σύστημα πού έμοιαζε να
αφομοιώνει και να καταπίνει τα πάντα.Κάθε χρόνο,η γνωστή μελαγχολία τού Νοέμβρη…
Αλλά τι περίεργο πράγμα…εκτός από φέτος.

Φέτος,μέσα στη ζοφερή πραγματικότητα πού ζούμε,γιατί δε μελαγχολήσαμε;Μήπως γιατί Η
ΕΞΕΓΕΡΣΗ ξεκίνησε και περπατάει πάλι στούς δρόμους;Μήπως μάς δίνει πάλι ραντεβού σ’εκείνη
την ημερομηνία ή σε μιά άλλη καινούργια,δεν έχει σημασία;Είναι στο χέρι μας να πιάσουμε το
σήμα πού εκπέμπει ο σημερινός πομπός τού σημερινού Πολυτεχνείου.Ο πομπός πού μιλάει όχι πιά
για εκείνον τον παλιό αγώνα,αλλά για ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ,ΠΟΥ ΗΡΘΕ.Έχουμε καθε
λόγο να μην την αφήσουμε να φύγει.Έχουμε κάθε λόγο να συντονιστούμε στις δικές της
συχνότητες.Θα τολμήσουμε να το κάνουμε;Εμείς θα δόσουμε την απάντηση ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ.