Τα Μαχαιρώματα Στις Μεγάλες Πόλεις της Βρετανίας και μία σύντομη αναφορά στις αιτίες τους.
Είναι ιδιαίτερα λυπηρό να παρατηρεί κανείς μία κοινωνική ασθένεια, εντονώτατη και πολύ σοβαρή, να εξελίσσεται και να παίρνει διαστάσεις επιδημίας, και παράλληλα τα συμπτώματα της να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης απο τα ΜΜΕ και τους πολιτικούς, χωρίς ωστόσο να επιχειρείται ούτε θεραπεία ούτε πρόληψη.
Το πρόβλημα των εγκλημάτων κατά της ζωής στις μεγάλες πόλεις της Αγγλίας είναι ένα καθημερινό φαινόμενο. Ιδιαίτερα τα μαχαιρώματα (knife crime). Το πρόβλημα είναι τόσο οξύ που η Κυβέρνηση αποφάσισε να προτείνει την αναγωγή της αντιμετώπισης του φαινομένου, το οποίο έχει αρχίσει και παίρνει διαστάσεις επιδημίας, σε πρώτο μέλημα της Αστυνομίας αντικαθιστώντας την τρομοκρατία και την αντιτρομοκρατική πρόληψη η οποία πλέον έρχεται σε δεύτερο βαθμό πρωτεραιότητας, παρά το ότι το Λονδίνο ήταν ο στόχος τρομοκρατών το 2005 στο μετρό και στα λεωφορεία μέ πάνω από 50 θύματα.
Τα μαχαιρώματα γίνονται στις μεγάλες πόλεις, κυρίως από νεαρά άτομα, (15-25), κυρίως μαύρους (47%) αλλά και λευκούς (38%), και κατά 90% από άρρενες (πηγή, London Metropolitan Police Statistics, 2005). Τό 2006/07 έγιναν 258 θανατηφόρα μαχαιρώματα στην Αγγλία και Ουαλλία (The Sun, Friday, October 3, 2008, p. 5). Τα περισσότερα μαχαιρώματα γίνονται σαν αποτέλεσμα καυγάδων συγκεκριμένων (αντιπάλων) ομάδων, κυρίως κατα το τέλος της εβδομάδας και Σάββατο, που είναι νύχτες της πάμπ και του κλάμπ, αλλά και σε όλες τις υπόλοιπες μέρες. Συγκεκριμένα για το Λονδίνο, συμβαίνουν σε υποβαθμισμένες και κοινωνικά αποστερημένες περιοχές. Σύμφωνα με τον πίνακα των προαστίων (boroughs) που η Μητροπολιτική Αστυνομία (Metropolitan Police) έχει εκδώσει, οι πλέον επικίνδυνες περιοχές είναι το Hackney, Lambeth, Southwalk, Haringey, Lewisham, Brent, Islington, Ealing. (MPS Recorded Crime, 12 months, Oct. 2005). Αυτό δεν σημαίνει βέβαια οτι οι υπόλοιπες περιοχές είναι «ασφαλείς» ή ότι η πιθανότητα να γίνει κάποιος θύμα σε «έγκλημα που να έχει σχέση με οπλοκατοχή, ιδιαίτερα, μαχαίρια, στιλέτα, σουγιάδες κλπ, είναι μικρότερη (βλέπε Έλενα Κ., Μου Επιτέθηκε Μία Συμμορία Εφήβων, στήλη Εμπειρία, Βημαgazino, 5 Οκτωβρίου 2008, σ. 12, στην οποία διηγείται με φρίκη πώς ληστεύθηκε από πέντε μαύρους έφηβους σε ένα «οικογενειακό» προάστιο του Λονδίνου το 2005, μέρα-μεσημέρι).
Ιδιαίτερα, αυτό γίνεται αισθητό στα λεωφορεία τα οποία, παρά το ότι έχουν –σχεδόν όλα-εσωτερικές κάμερες παρακολούθησης και καταγραφής, ασύρματο αυτόματα συνδεδεμένο με την αστυνομία και στα οποία ο οδηγός εργάζεται σε ένα απομονωμένο κουβούκλιο στο οποίο κανείς δεν μπορεί να τον αγγίξει (είναι χαρακτηριστικό, ότι ο ομογενής Γιώργος Ψαραδάκης που ο Έλληνας πρέσβης, Βασίλειος-Αχιλλέας Πισπινής, του απένειμε χθές τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος εκ μέρους του προέδρου της Δημοκρατίας για την ανθρωπιστική του συμπεριφορά μετά τήν έκρηξη της βόμβας στο λεωφωρείο αρ. 30, τον Ιούλιο του 2005, ήταν ο μόνος που έμεινε ανέπαφος κατά την έκρηξη), ληστείες και απειλές με μαχαίρια έχουν μεγάλες πιθανότητες να σημειωθούν, ιδίως όταν το πάνω πάτωμα του λεωφορείου είναι άδειο και υπάρχει ομάδα νεαρών που το «καταλαμβάνει». Μαζί με τήν πιθανότητα αυτή, πρέπει κανείς να συνυπολογίσει και τούς βανδαλισμούς που συμβαίνουν επι καθημερινής βάσεως, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες. Είναι δε χαρακτηριστικό το ότι ορισμένα δρομολόγια (δηλωμένα με πράσινο χρώμα) στο επίσημο site του London Transport (http://www.londonbusroutes.net/routes.htm) ανακατευθύνονται, παρακάμπτοντας συγκεκριμένες στάσεις, διότι τα λεωφορεία βανδαλίζονται σε τέτοιο βαθμό που καθίστανται άχρηστα για αρκετό καιρό. Στον γράφοντα έχει τύχει να σταματήσει λεωφορείο η αστυνομία για τυχαίο έλεγχο, κυριολεκτικά στην μέση του δρόμου.
Από τον Ιούλιο 2007, δεν επιτρέπεται ακόμη και να μεταφέρεις ανοιχτά, πόσο δε μάλλον να καταναλώσεις, οινοπνευματώδη μέσα στο λεωφορείο διότι κάτι τέτοιο επισύρει άμεση ποινή φυλάκισης. Παρά όμως τις αυστηρές τιμωρίες που προβλέπονται, νεαρά άτομα είτε ανεβαίνουν μεθυσμένα, είτε αψηφούν την απαγόρευση, ιδίως όταν είναι σε παρέα μικτή. Ο γράφων έχει υπάρξει μάρτυρας πολλές φορές σε τέτοιου είδους περιστατικά τα οποία έχουν συμβεί πολλάκις (και στα προαστιακά τραίνα, αλλά και στο λεωφορείο στην Camden Town, και στο Paddington). Υπό την επήρρεια της μέθης, τα νεαρά αυτά άτομα «ξεσαλώνουν» κυριολεκτικά, καί δείγμα τέτοιου μοντέλου συμπεριφοράς «εισάγεται» πλέον και στην Ελλάδα κατα τους καλοκαιρινούς μήνες σε συγκεκριμένα νησιά (Λευκάδα, Ρόδος, Σαντορίνη, Μύκονος, κλπ). Ένα δείγμα από το πόσο η οπλοφορία με μαχαίρι θεωρείται πλέον δεδομένο κομμάτι της «κουλτούρας της πόλης» είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα της αλυσίδας καταστημάτων T.K.Maxx η οποία πουλούσε τζάκετ με κουκούλα αξίας £ 200 (περίπου 300 Ευρώ) με ενσωματωμένο μαχαίρι (swiss blade) με λάμα 7 εκατοστών. Το τζάκετ δίδονταν στην τιμή των £ 59 (περίπου 70 Ευρώ) αλλά μετά τήν γενική κατακραυγή, και υπο τον φόβο μηνύσεων απεσύρθη (βλέπε p.j.pyatt@the-sun.co.uk, Fool Metal Jacket: Whose bright idea was this, T.K.Maxx?, The Sun, Oct. 3, p.5). Και αυτό παρά τό γεγονός ότι μία νεαρή υπάλληλός τους, η Rina Panchall, δολοφονήθηκε με μαχαίρι από κάποιον μέσα στο κατάστημα ένα χρόνο πρίν.
Πώς αντιμετωπίζεται αυτή η κοινωνική παθολογία της έσω-πόλης; Στις 20 Σεπτεμβρίου του 2008, στο κέντρο του Λονδίνου πάνω από 2,000 άτομα των οικογενειών και φίλων θυμάτων οπλοκατοχής και ιδιαίτερα μαχαιριών, έκαναν διαδήλωση και κυριολεκτικά «γιουχάϊσαν» καί τον πρωθυπουργό Gordon Brown, τον δήμαρχο του Λονδίνου Boris Johnson αλλά καί τον Αρχηγό της Αστυνομίας Mark Simmons οι οποίοι θέλησαν να απευθυνθούν στον κόσμο αυτό (οι 2 πρώτοι με βιντεοσκοπημένα μηνύματα, ο δεύτερος δια ζώσης)-βλέπε http://news.sky.com/skynews/Home/UK-News/Knife-Crime-Thousands-March-Against-Violence-In-London’s-Hyde Park). Γιατί αυτή η αντίδραση; Διότι προφανώς ο κόσμος όχι μόνο δεν είναι ικανοποιημένος από τα «μέτρα» που έχει πάρει το κράτος και η κοινωνία αλλά είναι και απηυδισμένος από τις δηλώσεις περί «πάταξης του φαινομένου».
Εκτός από τήν τεράστια εκμετάλλευση που γίνεται στις εφημερίδες και τηλεόραση για το γεγονός, το Home Office περιορίστηκε στο εξής «μέτρο» που κατα την γνώμη του θα περιορίσει το knife crime: Κάθε εμπλεκόμενος που έχει στείλει κάποιο άλλο άτομο στο νοσοκομείο, άν δεν το έχει εννοείται σκοτώσει άμεσα, είναι πλέον από τόν νόμο υποχρεωμένος να επισκεφθεί το θύμα του στο νοσοκομείο. Το μέτρο, υποτίθεται, οτι θα προκαλέσει την μεταμέλεια του (νεαρού) παραβάτη-εγκληματία, ώστε να μήν το ξαναεπιχειρήσει, σε συνδυασμό, πάντα, με τις ελαφρά αυξημένες ποινές. Εκ παραλλήλου, όμως θα πρέπει κανείς να λάβει υπ’ όψη του οτι η φυλάκιση αυτών των ατόμων, όπως οι ίδιες οι εφημερίδες δηλώνουν, ούτε εγγυάται ούτε βοηθά στη μεταμέλεια ή αναμόρφωση των ατόμων αυτών: Είτε λόγω της ύπαρξης δικτύων μέσα στην φυλακή, είτε λόγω του γεγονότος ότι κανείς δεν πρόκειται να εκτείσει όλο το διάστημα που καταδικάστηκε, λόγω καί χώρου καί άλλων φιλοσοφιών θέσπισης και εφαρμογής της ποινικής δικονομίας, η φυλάκιση σαν τιμωρία δεν αποτελεί πλέον φόβητρο ιδιαίτερα μεγάλο και μάλλον αποκρυσταλώνει παρά διαλύει την ροπή προς την εγκληματικότητα.
Είναι ακριβώς όμως τέτοιες υποκριτικές ενέργειες που δηλώνουν είτε παντελή άγνοια της εγκληματολογικής επιστήμης, είτε ξεπερασμένα μοντέλα πρόληψης, είτε ακόμη χειρότερα, μία επιδερμική προσέγγιση στην κοινωνική αυτή ασθένεια, η οποία συνεχώς αυξάνει, διότι οι πραγματικές δομικές κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες που την παράγουν δεν αλλάζουν , ή άν αλλάζουν, στην ουσία επιδεινώνονται. Το πρόβλημα δηλαδή, βρίσκεται στην ανανέωση και διαιώνιση του κοινωνικού κακού, που αρχίζει με την υποβάθμιση των συνθηκών ζωής, την αποτυχία της αντιμετώπισης της ανεργείας, την αποτυχία των συστημάτων «ενσωμάτωσης» (integration) των μεταναστών. Αυτό επιφέρει μετατόπιση της κοινωνικής αυτής δαπάνης στον ήδη στερημένο και υποβαθμισμένο εργατικό πληθυσμό, ο οποίος πάσχει από την απόλυτη σχεδόν αλλοτρίωση της αξίας της εκπαίδευσης και το χάσμα ποιότητος ανάμεσα στα δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Παράλληλα, την ύπαρξη ενός, θεωρητικά, πολύ οργανωμένου συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων (welfare) το οποίο όμως «κατασκευάζει» συνεχώς εξαρτημένους από αυτό πολίτες-οι οποίοι επειδή άνευ κόπου κερδίζουν περισσότερα απ’ ότι εάν εργάζονταν, παραμένουν γιά μεγάλο διάστημα, ή γιά πάντα, επιβαρύνοντας τους υπόλοιπους φορολογούμενους με ένα αδιανόητο 40% για κρατήσεις (φόρος συν εισφορές) επί του δεδηλωμένου μισθού. Αυτό βλάπτει και τις δύο ομάδες, την πρώτη γιατί διαιωνίζει την εξάρτισή της από το κράτος, τήν δεύτερη διότι συντηρεί μία ομάδα η οποία, παρά τις δηλώσεις του κράτους, είτε αργεί, είτε δεν γίνεται ποτέ, παραγωγική. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι εξαρτημένοι από το welfare είναι ευτυχισμένοι, διότι σε κανένα δεν αρέσει η εξάρτηση και η έλλειψη αξιοπρέπειας, αυτοεκτίμησης και οικονομικής ανεξαρτησίας. Συνεπώς, οι εξαρτημένοι από το welfare ταυτόχρονα επιζητούν την εξάρτηση αλλά καί μισούν το σύστημα που τους καταντά έτσι. Κάτι αντίστοιχο «επίδομα φτώχειας» πρόκειται να θεσπισθεί και γιά τήν δική μας την χώρα, καί θα προκαλέσει ακριβώς την ίδια ψυχολογική αντίδραση και κοινωνικό πρόβλημα, αφού δεν αντιμετωπίζει την κρίση με δυνατότητα επανόδου σε πραγματικά παραγωγική-και ψυχολογικά ικανοποιητική-εργασία.
Οι μετανάστες, από τήν άλλη μεριά, κάνουν βασικά το ίδιο, ιδίως εκείνοι που είτε λόγω τάξης, κουλτούρας ή θρησκείας δημιουργούν μεγάλες οικογένειες, για όλα τα μέλη των οποίων δικαιούνται, και παίρνουν, κρατικά, ή περιφερειακά επιδόματα, και οι οποίοι, μαζί τα άλλα συμπτώματα παθογένειας του κοινωνικού ιστού, δημιουργούν μία περίεργη κατάστασης «μοντέρνας» και «οργανωμένης» κοινωνίας που όμως χαρακτηρίζεται και διοικείται από ένα ανίκανο ή απρόθυμο κράτος πρόνοιας να προσδώσει έστω μιά ἐπίφαση αίσθησης ομαλότητος, ασφάλειας και εμπιστοσύνης των πολιτών εντός της δημοκρατικής διαδικασίας.
Παρατηρείται δηλαδή τό εξής παράδοξο: από τήν μία, και μέσα στα πλαίσια της δεδηλωμένης απόλυτης προάσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, του σεβασμού της διαφορετικότητας και των επιμέρους δικαιωμάτων του καθενός για αδέσμευτη έκφραση (πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική, θρηκευτική, ατομική, σεξουαλική) υπάρχει στην Βρετανία θεωρητική ελευθερία και δημοκρατία, η οποία μάλιστα σε ορισμένες εκφάνσεις της προασπίζεται αμείλικτα. Από τήν άλλη, η ίδια αυτή φιλελεύθερη φιλοσοφία και νοοτροπία νοσεί στην εφαρμογή της διότι έχει αποτύχει στο να συμβιβάσει ή να διδάξει τους πολίτες της πότε η θεωρούμενη δικαιωματική αλλά στην πραγματικότητα άναρχη, ελευθερία τους καταπατά τα δικαιώματα των άλλων, δημιουργώντας έτσι συνθήκες αδικίας και κοινωνικής απομόνωσης.
Στην περίπτωση δε της Βρετανίας είναι πράγματι πολύ δύσκολο να εξηγήσει πώς ο αντιτρομοκρατικός μηχανισμός της και τεχνογνωσία της, «καμάρι» της Βρετανίας, την οποία μάλιστα «εξάγει» και στην Ελλάδα (περίπτωση 17 Νοέμβρη), παραμένει οδυνηρά ανεπαρκής στην αντιμετώπιση αυτού του κατά πολύ ηπιώτερου (από άποψη είδους, προοπτικής, οργάνωσης, σκοπού, μέσων και πόρων) είδος εγκλήματος. Κανείς αναρωτιέται, τί συμφέρον εξυπηρετεῖται με το να διαιωνίζεται και να χειροτερεύει αυτή η κατάσταση νεανικής εγκληματικότητας στις μεγάλες πόλεις της Βρετανίας. Αυτή η κατάσταση φέρνει τον λαό αντιμέτωπο όχι με τους πραγματικούς υπεύθυνους γιά την οικονομική εξαθλίωση και τίς σχεδόν απάνθρωπες –γιά τήν μέση, μη επιδοτούμενη, άμεσα ή έμμεσα, οικογένεια -οικονομικές συνθήκες στο Λονδίνο ( μία μονή διαδρομή λεωφορείου γιά ένα άτομο από τήν μία στάση στην άλλη χρειάζεται 2.5 Ευρώ και θα αυξηθεί τον Ιανουάριο 2009), αλλά με τόν εαυτό του: Ένα αγανακτισμένο τμήμα του πληθυσμού μισεί είτε φυλετικά, είτε ταξικά ένα άλλο (ή άλλα) εντελώς λανθασμένα διότι δεν είναι ο υπόλοιπος λαός που τους φταίει, και ο δε υπόλοιπος λαός ανταποκρίνεται με το να περιθωριοποιεί και να εκδηλώνει ρατσισμό προς τούς πρώτους τους οποίους φοβάται και συνεπώς μισεί με την σειρά του. Έτσι διαιωνίζεται ένας ρατσισμός κατά οποιουδήποτε μαύρου, ιδίως νεαρών 13-17 ετών, τους οποίους οι πάντες κοιτούν καχύποπτα και φτάνουν μέχρι και στην κατάφορη αδικία εναντίων τους. Οι μαύροι νεαροί, ανταποκρίνονται με μία άκρατη προκλητικότητα και αψήφιση νόμων και κανονισμών μην διστάζοντας να ταλαιπωρήσουν άλλους άθώους. Συγκεκριμένα, στον γράφοντα συνέβει στο λεωφωρείο το παρακάτω περιστατικό: 2 μαύροι μαθητές γυμνασίου (με την στολή τους) ανέβηκαν από την στάση και επειδή δικαιούνται δωρεάν πρόσβασης εάν έχουν έγκαιρα ανανεωμένη κάρτα, έδειξαν την κάρτα τους η οποία είχε όμως λήξει. Ο ένας έβγαλε την Oyster του αλλά καί αυτή δεν είχε μέσα αρκετά για να πληρωθεί το ναύλο. Ο οδηγός ζήτησε να την δεί, την πήρε και την πέταξε στον δρόμο σαν άχρηστη και τους ζήτησε να κατέβουν. Αυτοί δεν κατέβηκαν και αυτός ακινητοποίησε το λεωφωρείο. Ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει και το λεωφορείο άδειασε μέσα σε 10 λεπτά. Όταν ο οδηγός προσπάθησε να κλείσει τις πόρτες, οι μαθητές τις μπλόκαραν και έστι αυτός ειδοποίησε την αστυνομία. Λίγο πριν έρθουν ομως, με βρισιές, καί με γροθιές πάνω στο θωρακισμένο τζάμι του οδηγού, οι μαθητές αποχώρησαν, το λεωφορείο με μένα μόνο μέσα και τον οδηγό συνέχισε. Αυτά τα συμπτώματα ρατσισμού, είναι καθολικά φαινόμενα. Στο συγκεκριμένο συνβάν επρόκειτο περί καθαρού ρατσισμού διότι ο ίδιος ο οδηγός που κάνει αφετηρία στο πανεπιστημίο είχε δεχθεί να ανέβουν όλοι οι νεαροί, τους οποίους τους θεώρησε φοιτητές, χωρίς να ελέγξει την κάρτα τους, γιατί το ηλεκτρονικό μηχάνημα αφής είχε βλάβη. Άν και θα μπορούσε να είχε κάνει τό ίδιο και με τους 2 μαύρους μαθητές, δεν το έκανε. Συνδιάστε την οικολογική εικόνα του Λονδίνου με τα ελεύθερης πρόσβασης πανέμορφα βασιλικά πάρκα και παλάτια, και τα πολλά, πανάκριβα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στις λεωφόρους του, και τα απρόσιτα ακριβά προάστιά του (κάτι σαν την Εκάλη αλλά ανώτερα) και εύκολα γίνεται αντιληπτό γιατί η κοινωνική αντίθεση είναι και παραμένει καί έντονη και προκλητική.
Η Ελλάδα απέχει πολύ από αυτά τα σοβαρά επίπεδα κοινωνικής παθογένειας, διότι παρά τα κρούσματα εγκληματικότητας από αλλοδαπούς και παρά την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη εντόπιας καί εισαγόμενης μαφίας και τους πολέμους της, δημιουργείται μία παραπλανητική αίσθηση από τα Ελληνικά ΜΜΕ δια διάφορους λόγους. Η Ελλάδα, παρά τα κοινωνικά της και ταξικά της προβλήματα δεν έχει (ακόμα) σε τέτοιο βαθμό εξαθλιωμένη εργατική τάξη, διότι ο λαός της, καί όχι βεβαίως οι εκάστοτε κυβερνήσεις της, με την δημοκρατική του παράδοση, κουλτούρα και ευφυία και τους αγώνες του έχει κατωχυρώσει συγκεκριμένα δικαιώματα. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η συνέχιση αυτής της προσπάθειας για την δημοκρατική καί νόμιμη προάσπιση των δικαιωμάτων του που επιτυγχάνεται μόνο με την συνεχή αφύπνηση και επαγρύπνηση για όλες τις προσπάθειες καταστρατήγησής τους.
Το σλόγκαν «να μιμηθούμε την δύση» δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να κάνει τους Έλληνες μιμητές της παθογένειας που παράγεται από τα δυτικά πρότυπα με την άκρατη και ανόητη υιοθέτηση μοντέλων που δεν παράχθηκαν και άρα δεν έχουν σχέση με την ενδογενή κουλτούρα της Ελλάδος, είτε των πόλεων είτε της επαρχείας. Σαφώς και θα πρέπει η παγκοσμιοποίηση να διϋλίζεται και να γινόμαστε αποδέκτες εκείνων των επιρροών που μας συμφέρουν και σημαίνουν προκοπή για τόν τόπο, και όχι αμάσητα επειδή έτσι το θέλουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις και τα ΜΜΕ τους.
Μ. Τζανάκης,
IoE, London.
30/09/08