Όπως όλα τα υπουργεία και οι δημόσιοι υπάλληλοι που δουλεύουν σε αυτά με οποιαδήποτε εργασιακή σχέση, έτσι και το υπουργείο δικαιοσύνης και οι δημόσιοι του υπάλληλοι ( δηλαδή οι δικαστικοί λειτουργοί και οι άλλοι υπάλληλοι που εργάζονται σε αυτό ) υπάγονται και υποχρεούνται στην τήρηση του Συντάγματος, των Νόμων και του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. καθώς και του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων.
Στα πλαίσια της κρατικής εχθρότητας και καταδίωξης που έχει λάβει χώρα ενάντια στο άτομο μου, όπως περιγράφεται και στο βιογραφικό μου ( στο Όλγα Γεωργίου Γεριτσίδου ), μία σειρά δικαστικών παρανομιών και πλάνης έχει σημειωθεί ( από το 2005 τουλάχιστον οπότε και εκδηλώθηκε πλήρως ) σε συντονισμό με άλλες πράξεις εχθρότητος και παραβίασης των Ανθρωπίνων και Συνταγματικών Δικαιωμάτων μου. Κατωτέρω παραθέτω τις καταγγελίες μου και τις απόπειρες υπεκφυγής τους ( γεγονός το οποίο συνιστά πειθαρχική και ποινική δίωξη ) από το υπουργείο Δικαιοσύνης και τον υπουργό.
Η ανταλλαγή αυτή κειμένων σας προσφέρεται ως παράδειγμα στο ότι δεν πρέπει επ’ ουδενί να αποδεχόμαστε μία άρνηση η οποία δεν είναι εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη με τον Νόμο αλλά να επιμένουμε μέχρις ότου ικανοποιηθεί το αίτημα μας.
Αυτό είναι και το οποίο πράττω προσωπικώς σε πείσμα όλων των επαγγελματιών του χώρου, οι οποίοι ήταν σίγουροι ότι όχι μόνο δεν θα υπήρχε ανταπόκριση αλλά ούτε και καν απάντηση από τις υπηρεσίες αυτές.
Αυτού του είδους η παραπληροφόρηση από αρμόδιους / ειδικούς, πέρα από το γεγονός ότι συνιστά απόκρυψη των δικαιωμάτων του από τον Πολίτη και άρα απιστία στον πελάτη ( το οποίο είναι αδίκημα του ποινικού κώδικα ), είναι ο κανόνας.
Αυτό σημαίνει ότι εάν θέλουμε να μην ταλαιπωρούμαστε από αρχές και ‘ειδικούς’ πρέπει να απαιτούμε εξ’ αρχής όχι μόνο την ενημέρωση μας από αυτούς τους ίδιους αλλά και την πληροφόρηση μας για το που μπορούμε να ενημερωθούμε μόνοι μας για την νομοθεσία και τους κώδικες που μας αφορούν : είναι ο μόνος τρόπος και η μόνη εγγύηση ότι θα έχουμε την ελάχιστη δυνατή ταλαιπωρία και τον ελάχιστο δυνατό χρόνο ενασχόλησης μας με την όποια νομική υπόθεση.
Το είθισται δεν είναι νομικός όρος και δεν αναγνωρίζεται από το γράμμα του νόμου ως δικαιολογία ή ως δικαιολογία αγνόησης ή αντικατάστασης της νομοθεσίας.