Η θρησκεία ανέκαθεν υπήρξε και υπάρχει ως κεντρικό και ζωτικότατο μέρος της κοινωνικοποίησης και γαλούχησης αλλά και υπαρξιακής κατεύθυνσης του ατόμου, ασχέτως του είδους ή του ποια θρησκεία ακολουθεί ή ακολουθούσε ένα κοινωνικό σύνολο. Η ολότητα της κοινωνικής ζωής του κοινωνικού αυτού συνόλου χρωματίζεται και σχηματίζεται από τις βασικές αρχές και τα βασικά μηνύματα που ορίζονται από την θρησκεία. Είναι λοιπόν απαραίτητο να αναλύσουμε την δράση και την επίδραση της θρησκείας κατ’ αρχάς και του Χριστιανισμού κατά δεύτερον ( ως βασική θρησκεία της κοινωνίας δυτικού τύπου ) στην κοινωνία πρίν προχωρήσουμε στην ανάλυση της γενικής πολιτικής της Παγκοσμιοποίησης και πώς επιχειρεί να χρησιμοποιήσει την έννοια της θρησκείας στα πλαίσια της και προς χειραγώγηση των Λαών.

Είναι λοιπόν σημαντικό και απαραίτητο να ορίσουμε την θρησκεία και τα κομμάτια που την αποτελούν, κατ’ αρχάς ασχέτως είδους :

Θρησκεία είναι ο γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το πεδίο που περιλαμβάνει το θρήσκευμα ( δηλαδή το δόγμα ), το ιερατείο που του αντιστοιχεί, το εθιμοτυπικό και το σύνολο των επετείων / εορτασμών που περιλαμβάνονται.

Το θρήσκευμα είναι αυτό που πολλές φορές στην καθομιλουμένη εσφαλμένα εννοούμε ως ‘θρησκεία’, με επιπτώσεις που θα αναλύσουμε παρακάτω και που είναι άκρως υπονομευτικές κυρίως για το άτομο και πολλές φορές και για το θρήσκευμα.

Θρήσκευμα είναι το δόγμα : δηλαδή, το σύνολο τόσο των σημείων που απαιτούν πίστη από τους πιστούς ( και για αυτό ονομάζονται πιστοί ) όσο και το σύνολο των σημείων που ορίζουν τον τρόπο ζωής και τον τρόπο σκέψης που πρέπει να ακολουθεί ο πιστός. Το θρήσκευμα είναι η καρδιά της κάθε θρησκείας και αυτό που την διαφοροποιεί από τις άλλες. Είναι η απάντηση που δίνει η κάθε θρησκεία στα υπαρξιακά ερωτήματα του Ανθρώπου καθώς και το νόημα που ορίζει ότι πρέπει να έχει η ζωή κάθε Ανθρώπου ώστε να θεωρείται επιτυχημένη ύπαρξη και να ξεχωρίζει από τις αποτυχημένες.

Π.χ. σε μία από τις εκφάνσεις της αρχαιοελληνικής θρησκείας (που ίσως θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι εσφαλμένα θεωρείται μία αλλά θα έπρεπε να θεωρείται σπονδυλωτή τουλάχιστον ) το θρήσκευμα υπαγόρευε την ενάρετη ζωή η οποία οριζόταν ως την ζωή με πίστη σε ένα σύνολο ιδανικών ( για τους άνδρες να είναι καλλίμαχοι και πιστοί στα ιδανικά του ενδόξου και τιμίου πολέμου και για τις γυναίκες να γίνουν άξιες να αναθρέψουν τέτοιους άνδρες ) που θα έπρεπε να ακολουθούνται ώστε να αποκτήσει ο πιστός την εύνοια των θεών το οποίο μεταφραζόταν, ανάλογα με το μέγεθος της επιτυχίας του, από απλή υστεροφημία και μία θέση στα Ηλύσια πεδία έως την πρόσκληση του ατόμου αυτού στην αθανασία με την μορφή ενός αστερισμού. Αυτό όμως δεν είναι το σύνολο της συγκεκριμένης έκφρασης της αρχαιοελληνικής θρησκείας. Για να δούμε όλη την αρχαιοελληνική θρησκεία θα έπρεπε να δούμε και το ιερατείο της και το σύνολο του εθιμοτυπικού και επισήμων εορτών της.

Το ιερατείο είναι το σύνολο των ατόμων που κατέχουν θρησκευτικό αξίωμα : είναι τα άτομα που θεωρούνται και αντιπρόσωποι του θεού / των θεών προς τους πιστούς και αντιπρόσωποι των ανθρώπων / πιστών προς τους θεούς / θεό. Το ιερατείο είναι στην ουσία ο λόγος που γενικώς η συμμετοχή των πιστών στην θρησκεία είναι ως επί το πλείστον παθητική. Θεωρούνται ( καθ’ ολοκληρίαν ασχέτως θρησκείας / θρησκεύματος ) ως οι πλέον ειδικοί και οι μόνοι αρμόδιοι να επικοινωνούν με τον θεό / θεούς και να γνωρίζουν τις επιθυμίες του θεού / θεών καθώς και οι μόνοι ικανοί να μεσολαβήσουν υπέρ ή κατά κάποιου ανθρώπου ή συνόλου προς τον θεό / θεούς.

Ιστορικά μέχρι και σήμερα σε όλες τις θρησκείες το ιερατείο χαρακτηρίζεται από ενεργή απόπειρα ( σχεδόν πάντα επιτυχή ) χειραγώγησης του συνόλου των πιστών και διαστροφής / διαστρέβλωσης του θρησκεύματος ώστε με την δικαιολογία της λατρείας πρός τον θεό / θεούς να λατρεύονται οι ίδιοι στην θέση του θεού / θεών. Επίσης χαρακτηρίζεται από συνεχή εφαρμογή ψυχολογικής βίας και εκβιασμού το οποίο είναι τελείως διαφορετικό από την καθοδήγηση και πειθάρχηση που όφειλαν να προσφέρουν στα εξής σημεία :

1. η καθοδήγηση και η πειθάρχηση είναι μέσα εκπαιδεύσεως με στόχο την χειραφέτηση και όχι την υποδούλωση και την έμπνευση φόβου στον διδασκόμενο.

2. η ψυχολογική βία και εκβιασμός είναι μέσο καταστολής το οποίο δεν επιτρέπει καμμία μάθηση εκτός του ότι για την στιγμιαία αποσόβηση του φόβου που εμπνέεται πρέπει να ικανοποιηθεί το όποιο αίτημα χωρίς εξερεύνηση για την ύπαρξη λογικής ή τον λόγο που το αίτημα πρέπει να ικανοποιηθεί ( εάν πρέπει ).

3. η καθοδήγηση και πειθάρχηση εμπνέει ενθουσιασμό και αγάπη, αναπτύσσει την κριτική σκέψη και εμπνέει για περαιτέρω μάθηση.

4. η ψυχολογική βία και εκβιασμός εμπνέει μίσος και απόσταση που οδηγεί σε φανατισμό, καθοδηγούμενη σκέψη και έλλειψη ουσιαστικής λογικής / συνοχής και δυνατότητα επιχειρηματολογίας. Επίσης, κάθε τάση για μάθηση καταπνίγεται και η γνώση απαγορεύεται να αποκτηθεί από μη κατέχοντες ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό αξίωμα και πάνω.

Στην ουσία αυτό που περιέγραψε ο Μάρξ ως όπιο του Λαού εσφαλμένα ορίσθηκε ως γενικά η θρησκεία και ορθώς ορίσθηκε ως όπιο : είναι το μέρος αυτό της θρησκείας το οποίο ονομάζεται ιερατείο και το οποίο με τον παραπάνω τρόπο της ψυχολογικής βίας και του εκβιασμού που θα αναλυθεί εκτενέστερα γιατί είναι τέτοιος σκοτώνει την δυνατότητα σκέψης και αντίληψης αλλά και την πραγματική επίδραση του θρησκεύματος επί της κοινωνίας όποιο και εάν είναι αυτό.

Απόδειξη ότι το ιερατείο είναι αυτό το οποίο αυτή την στιγμή και ανέκαθεν είναι αυτό που εσφαλμένα εισπράττουμε αυτή την στιγμή ως θρησκεία είναι ότι ασχέτως του θρησκεύματος η βασική διάρθρωση αλλά και μορφή της κοινωνίας είναι ίδια, από τις ινδουϊστικές κοινωνίες έως τις χριστιανικές. Οι επιφανειακές διαφορές δεν είναι αρκετές ( δηλαδή, ο τρόπος ένδυσης και τα διάφορα έθιμα ) για να διαφοροποιήσουν τις κοινωνίες οι οποίες ακολουθούν ευλαβικά την διάρθρωση / στρωμάτωση σε πυραμιδοειδή μορφή με το ιερατείο πάντα στην κορυφή της και πάντα σημαντικό για τις κρατικές υποθέσεις ακόμα και εάν προφασίζεται το αντίθετο.

Μέσο επιβολής και χειραγώγησης ώστε να εγκαθιδρύεται όπως περιγράψαμε το ιερατείο είναι το εθιμοτυπικό και ο τρόπος εορτασμού των επετείων καθώς και η φύση των επετείων αυτών. Συγκεκριμένα, σε κάθε λειτουργία κάθε θρησκείας υπάρχει μία ‘παράσταση’, ένα πρωτόκολλο το οποίο, ακριβώς όπως συνηθίζεται στις βασιλικές / αυτοκρατορικές αυλές πρέπει να ακολουθείται αλλιώς ο παραβάτης έχει διάφορες κυρώσεις ( από κοινωνική κατακραυγή διαφόρων μεγεθών έως επίσημες κυρώσεις όπως απόταξη από το σύνολο των πιστών επίσημα από τους ιερείς, π.χ. αφορισμός ).

Η παράσταση και το πρωτόκολλο αυτό είναι έτσι σχεδιασμένα ώστε να αναδεικνύεται ο ιερουργός ως ο κύριος και αρχηγός, αυτός ο οποίος είναι ο πρώτος και ο μόνος ικανός αφού είναι τουλάχιστον μία βαθμίδα πιο πάνω από την συνάθροιση να επικοινωνεί με τον θεό / θεούς. Επίσης είναι ο σχεδιασμός τέτοιος ώστε το ποίμνιο / συνάθροιση των πιστών να δηλώνει υποταγή και κατωτερότητα σε σχέση με τον ιερουργό σε κάθε ευκαιρία ( π.χ. χειροφίλημα, γονάτισμα μπροστά στον ιερουργό, και σεβασμός / σκύψιμο του κεφαλιού σε άμφια και σκεύη και όταν τα χρησιμοποιεί και όταν δεν τα χρησιμοποιεί ). Επικοινωνία του πιστού με τον θεό / θεούς δεν είναι εφικτή, ή αν είναι δεν είναι τόσο ‘δυνατή’ όπως όταν μεσολαβεί ο ιερουργός ή λαβαίνει χώρα στον χώρο λατρείας.

Επίσης, πρέπει να πούμε ότι με πολύ λίγες εξαιρέσεις ( συνήθως ειδωλολατρικές θρησκείες ), το πρωτόκολλο αυτό δεν υπάρχει στις γραφές όπου περιγράφεται το θρήσκευμα ή εάν υπάρχει περιγράφεται με τρόπο που περιλαμβάνει ενεργή συμμετοχή του πιστού και / ή έλεγχο του ιερέα ενώπιον του θεού / θεών. Σχεδόν ποτέ δεν περιγράφεται στις γραφές ότι ο θεός / θεοί δεν ακούν μεμονωμένες προσευχές ή άλλες επικλήσεις μη ιερουργών ή ότι τις προσέχουν λιγότερο ή ανταποκρίνονται λιγότερο σε αυτές ( δηλαδή, πουθενά δεν λέγεται ότι το μυστήριο δεν πρόκειται να γίνει εάν αυτός που επικαλείται τον θεό / θεούς δεν είναι ιερέας ).

Το σύνολο των θρησκευτικών εορτών, παρ’ όλο που στους πιστούς αλλά και στους αλλόθρησκους κάθε θρησκείας φαντάζει ως άρρηκτα δεμένο με αυτήν ακριβώς όπως και το θρήσκευμα, είναι στην ουσία πόνημα του ιερατείου μίας συγκεκριμένης εποχής ή εποχών που εξυπηρετεί ή εξυπηρετούσε συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές ανάγκες άσχετες από το θρήσκευμα.

Οι εορτές πολύ περισσότερο αντικατοπτρίζουν την ανάγκη του Ανθρώπου να σηματοδοτήσει συγκεκριμένες στιγμές στον χρόνο ( καταχείμωνο, κατακαλόκαιρο, καιρός του θερισμού / σποράς ) καθώς και συγκεκριμένα σημεία στο ιστορικό κάθε θρησκείας που εξυπηρετούν την θρησκεία αυτή και πολύ περισσότερο το ιερατείο της.

Σήμερα το θέμα μας είναι γύρω από την άκρως σημαντική γιορτή του Πάσχα των Χριστιανών οπότε και θα χρησιμοποιήσουμε την Χριστιανική θρησκεία για να δώσουμε παράδειγμα στο παραπάνω γεγονός του συνόλου των εορτών των θρησκειών :

Εάν κάποιος διαβάσει την Καινή Διαθήκη θα δεί στις « Πράξεις των Αποστόλων» ότι αρχικά, στην περίοδο όπου δεν υπήρχε οργανωμένο ιερατείο, το θρήσκευμα ήταν αυτό που είχε κεντρικό ρόλο στην Χριστιανική θρησκεία και μάλιστα μία βασική ιδέα : αυτή της Ανάστασης του Ιησού Χριστού. Τα πάντα περιστρέφονται σε αυτή την πρώτη εποχή γύρω από την διδαχή του Ιησού και το γεγονός ότι αναστήθηκε. Δεν γίνεται εστίαση στην σταύρωση Του παρά μόνο ως σημείο ντροπής και στάδιο / παραμονή της Αναστάσεως και μόνο.

Αυτό είχε τεράστιο αντίκτυπο στους πιστούς αφού ήταν κατά βάση ελπιδοφόρο και δυνατό μήνυμα της υπεροχής του Θεού επί όλων των πτυχών της πλάσης, και έδινε στην καθημερινότητα την αίσθηση σχολικής τάξης από την οποία πρόκειται να αποφοιτήσουμε προς την πραγματική και ενήλικη ζωή. Έτσι, ο πρώτος Χριστιανός ήταν ( αντίθετα με το τι προβάλλεται ) ένας στιβαρός και συνειδητοποιημένος κοινωνικός επαναστάτης, τελείως άφοβος και τελείως θετικός και άρα χωρίς καμμία δυνατότητα να φανατισθεί και συνεπώς να καθοδηγηθεί από τρίτους.

Με την πάροδο των αιώνων και συγκεκριμένα την επέλαση του Βυζαντίου και του Μεγάλου Κωνσταντίνου αυτό άλλαξε δραστικά : από καθοδηγητές που έπρεπε συνεχώς να αποδεικνύουν την ταύτιση τους με το θρήσκευμα ώστε να μπορούν να είναι έμπιστοι, οι ιερουργοί μετατράπηκαν σε θέσφατους θρησκευτικούς άρχοντες με εθιμοτυπικό που ουδέποτε υπήρχε αλλά εγκαθιδρύθηκε να ομοιάζει σε παλαιότερες και ως επί το πλείστον ειδωλολατρικές θρησκείες. Επίσης, οι επέτειοι και οι εορτές άλλαξαν από το να υπενθυμίζουν συνεχώς την Ανάσταση του Ιησού στο να υπενθυμίζουν την Σταύρωση σε τέτοιο σημείο ώστε να είναι αυτή που συνειρμικά να έρχεται στον νού όταν αναφέρεται το όνομα « Ιησούς Χριστός » αντί να έρχεται η Ανάσταση. Αυτό επιδιώχθηκε τόσο ενεργά ώστε ακόμα και στις απεικονίσεις του Χριστού όπου δεν είναι σταυρωμένος να υπάρχει ο σταυρός στο φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι Του ακόμα και ως βρέφος.

Η διαφορά είναι συγκλονιστική διότι ενώ στην πρώτη φάση ο Χριστός φαντάζει στην αντίληψη του πιστού ως ζωντανός και νικητής του θανάτου, στην τωρινή φάση φαντάζει ως θύμα που αναλώθηκε και δεν είναι παρών. Η αναφορά στην Ανάσταση δεν είναι αρκετή έτσι όπως γίνεται αφού επίσημα γίνεται για μισή μέρα όλο τον χρόνο και ανεπίσημα για σαράντα μέρες ενώ η εικόνα του Εσταυρωμένου είναι καθημερινότητα για τους Χριστιανούς. Η εικόνα της Ανάστασης είναι σπανιότατη και πολλές φορές ανύπαρκτη. Άρα από την παιδική ηλικία όπου ο άνθρωπος μαθαίνει πιο εύκολα τα χειροπιαστά και συγκεκριμένα μαθήματα, ο πιστός μαθαίνει ότι ο Χριστός σταυρώθηκε τελεία και παύλα.

Στην ουσία οι πιστοί ωθούνται να πιστεύουν είτε σε έναν άγριο και άπονο Θεό – πατέρα χωρίς αγάπη ο οποίος άφησε τον γιό Του να πεθάνει είτε σε έναν νεκρό Θεό. Άρα, αυτό το οποίο μαθαίνει ο Χριστιανός αυτή την εποχή είναι να είναι απελπισμένος και ότι αυτό που έχει να περιμένει είναι μία θάλασσα από θλίψεις χωρίς κανέναν θρίαμβο που να ισοσταθμεί τις δοκιμασίες. Δηλαδή εκπαιδεύεται να είναι στην ουσία επαγγελματίας μαζοχιστής και θύμα. Πολλά παιδιά που μεγαλώνουν Χριστιανοί γνωρίζουν ότι εάν αμαρτήσουν θα τα «κάψει ο Θεός», ότι « ο Χριστός σταυρώθηκε » και ότι έχουμε Ανάσταση το Μεγάλο Σάββατο αλλά δεν γνωρίζουν τι σημαίνει η Ανάσταση και ότι έχει σχέση με την πραγματικότητα τους ή με τον Χριστό.

Επίσης, γνωρίζουν ότι ο Χριστός είναι ο Αμνός του Θεού και ότι το βράδυ της Ανάστασης ( δηλαδή της Ανάστασης του Αμνού ) σφάζουμε και τρώμε τα εντόσθια του αρνιού ( μαγειρίτσα, συκωτάκια τηγανητά, κοκορέτσι, κλπ ) που θα σουβλίσουμε την επόμενη ημέρα, το Πάσχα με τραγούδια και χορούς. Οι συνειρμοί αυτοί που εμείς τώρα εκθέτουμε γίνονται υποσυνείδητα και είναι πηγή ψυχικού πόνου και αποστροφής από το Χριστιανικό θρήσκευμα το οποίο βέβαια ουδέποτε έδωσε αυτούς τους κανόνες εορτασμού και κατανομή χρόνου στις επετείους.

Κλασσικό παράδειγμα στρέβλωσης των γραφών από το ιερατείο ακριβώς όπως περιγράψαμε για όλες τις θρησκείες είναι η σκηνή της Θείας Κοινωνίας κατά την διάρκεια του Μυστικού Δείπνου όπου, δίνοντας ψωμί και κρασί ο Χριστός καλεί τους δώδεκα αποστόλους να «φάνε και να πιούνε από το Σώμα και το Αίμα Του» το οποίο χρησιμοποιείται κυριολεκτικά κατά την διάρκεια του Μυστηρίου της Ευχαριστίας όπου λέγεται ότι το Άγιο Πνεύμα μετατρέπει το κρασί και το ψωμί σε Σώμα και Αίμα.

Εάν διαβάσουμε όλη την διδαχή του Χριστού έτσι όπως δίνεται μέσα από τις γραφές θα δούμε ότι τα ρήματα « τρώω και πίνω» χρησιμοποιούνται από τον Ιησού και μεταφορικά για την απόκτηση γνώσης και την απάντηση ερωτημάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλάκις όταν οι μαθητές Του εσφαλμένα πίστεψαν ότι μιλούσε για πραγματικό φαγητό τους διόρθωσε λέγοντας ότι μιλούσε για το φαγητό της ψυχής ( τόσο στην περίπτωση της συνομιλίας Του με την Σαμαρείτισσα όσο και στην περίπτωση που μιλούσε περί της ανάγκης του ανθρώπου να ζήσει με παραπάνω από άρτο : « ουκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος» ). Σαφώς αυτό δεν διδάσκεται από τους ιερείς παρά μόνο σχηματικά και στην καθαρεύουσα χωρίς εφαρμογή στην καθημερινότητα ακριβώς όπως και η Ανάσταση.

Έτσι λοιπόν ενώ έχουμε πλήρη αναπαράσταση της Σταύρωσης και της Αποκαθήλωσης και του Ενταφιασμού έχουμε μία απλή αναφορά στην Ανάσταση χωρίς οπτικά βοηθήματα όπου θα έπρεπε να δούμε τον Χριστό όρθιο και ζωντανό ως ομοίωμα όπως τον είδαμε μέσω των ομοιωμάτων Σταυρωμένο και Ενταφιασμένο. Αντ’ αυτού υπάρχει μία μικρή και δυσδιάκριτη λόγω των λουλουδιών στρογγυλή εικόνα στο κέντρο ενός μεγάλου λαβάρου. Επίσης, η λειτουργία της Ανάστασης κρατάει ουσιαστικά μόνο 15΄- 30΄ για τον περισσότερο κόσμο ( αν και επισήμως είναι γύρω στις τρείς ώρες ) και ξεκινάει τα μεσάνυχτα ενώ όλες οι λειτουργίες γύρω από το μαρτύριο, τη σταύρωση και τον θάνατο / ενταφιασμό γίνονται σε ώρες απογευματινές και εύκολες για να παρακολουθήσουν παιδιά και ενήλικες εν αντιθέσει με την Ανάσταση.

Αυτό είναι ένα βασικό αλλά όχι μεμονωμένο παράδειγμα της κατάχρησης που έχει γίνει στο Χριστιανικό θρήσκευμα από το ιερατείο και έχει μετατρέψει την Χριστιανική θρησκεία σε κάτι που δεν ανταποκρίνεται σε αυτό. Με αυτό τον τρόπο έχει γίνει αντίστοιχη κατάχρηση και σε όλα τα άλλα θρησκεύματα των αντιστοίχων θρησκειών με αποτέλεσμα όλες οι θρησκείες πανομοιότυπα να παράγουν φανατισμένους, απελπισμένους και / ή φοβισμένους παθητικούς πιστούς και θυμωμένους, εξαγριωμένους και φοβισμένους ‘αθέους’.

Έχοντας το ίδιο ακριβώς αντίκτυπο και στην θρησκευτική ζωή όπως και στην πολιτική που είχαμε αναλύσει την προηγούμενη φορά, ο αποπροσανατολισμός του Ανθρώπου είναι συντονισμένος, προετοιμάζοντας τον για την πολιτική που απαιτεί η Παγκοσμιοποίηση, η οποία είναι στόχος όχι της σύγχρονης κοινωνίας αλλά της ‘μοντέρνας κοινωνίας’ με τον κοινωνιολογικό ορισμό : δηλαδή, της κοινωνίας όπως αυτή διαμορφώθηκε από τουλάχιστον τον μεσαίωνα και πέρα, αν όχι όπως μπορούμε επιτυχώς να υποστηρίξουμε από την Ρωμαϊκή εποχή.