Τόσο στην παγκόσμια όσο και στην Ελληνική οικονομική πολιτική έχουμε πλέον ξεπεράσει το στάδιο της υπεξαίρεσης και εσκεμμένης κακοδιαχείρισης των κεφαλαίων και του πλούτου του Λαού από τις κυβερνήσεις και τους κρατούντες κεφαλαιοκράτες – επιχειρηματίες που τις συντηρούν και έχουμε πλέον περάσει στο στάδιο της εμφανούς, άνευ δικαιολογιών ληστείας ενώ ο Λαός παρακολουθεί, φαινομενικά χωρίς να αντιδρά.

Μία εποχή όχι και τόσο παλιά, γύρω από την δεκαετία του 1980 υπήρχε, όπως πάντα, διαδικασία υπεξαίρεσης του δημοσίου χρήματος, η οποία κατά καιρούς έβγαινε στην δημοσιότητα με την μορφή σκανδάλων ή την εμφάνιση εκτάκτων αναγκών που κάποιος μεγαλοεπιχειρηματίας αναλάμβανε να καλύψει. Μεταρρυθμίσεις, κρατικοποιήσεις, εκδηλώσεις, έργα και αργότερα καινούργιες μεταρρυθμίσεις ενάντια στις πρώτες, αποκρατικοποιήσεις, ʽελεύθερη αγοράʼ, επιχορηγήσεις, επενδυτικά κίνητρα, καινούργια έργα επειδή τα πρώτα δεν ήταν σωστά, όλες αυτές οι διαδικασίες οι οποίες κανονικά θα έπρεπε να είναι πάγια έξοδα και όχι επαναλαμβανόμενα ( και οι επιχορηγήσεις να σημαίνουν και συμμετοχή του κράτους στα έσοδα της κάθε τέτοιας επιχείρησης ) ήταν και είναι ʽκόλπαʼ μέσω των οποίων κεφάλαια από τα διάφορα ταμεία νομότυπα ή και απλώς επί προφάσει μεταφέρονται άμεσα στις τσέπες ιδιωτών και πολιτικών. Παρʼ όλα αυτά, πρίν την πάροδο και της δεκαετίας του 1990 όλη η διαδικασία του κλεψίματος γινόταν με την κάλυψη κάποιας παροχής ή ωφέλειας του κοινού / Λαού από την όλη διαδικασία. Επίσης, υπήρχε μία τάση να ʽεξευμενίζεταιʼ ο Λαός έτσι ώστε η έλλειψη δικαιολογίας για μία υπεξαίρεση ή κλεψιά να μην προκαλέσει θυμό διότι ο Πολίτης ο ίδιος είχε αρκετά οικονομικά περιθώρια ώστε να αισθάνεται ότι κάτι τέτοιο δεν θα τον επηρεάσει και άρα δεν χρειάζεται να αντιδράσει ( π.χ. το ʽδωράκι προς τον εαυτό τουʼ του μισού δις δραχμών κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το οποίο σχολίασε ως αποδεκτό για συγκεκριμένη βαθμίδα στην κλίμακα των πολιτικών και / ή υψηλόβαθμων κρατικών στελεχών ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ).

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και πέρα, μέχρι περίπου το 2004 για την Ελλάδα, η οικονομική ευμάρεια άρχισε να διαλύεται και τα οικονομικά περιθώρια του Πολίτη να στενεύουν. Όμως και πάλι υπήρχε μία αίσθηση ύπαρξης ρευστού και δυνατοτήτων λόγω του παλιρροϊκού κύματος δανείων που αφειδώς χορηγούσαν οι τράπεζες με την προτροπή του κράτους. Τα δάνεια αυτά αρχικά φάνηκαν άκακα και ελέγξιμα, όμως στην πραγματικότητα τόσο οι όροι δανεισμού όσο και η συνεχώς αυξανόμενη δύναμη των τραπεζών οι οποίες πολύ σύντομα έγιναν όχι κράτος εν κράτει αλλά υπεράνω του Νόμου, του Συντάγματος, των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και οποιουδήποτε είδους ελέγχου. Ταυτόχρονα με τις συνεχείς υποτιμήσεις της δραχμής οι οποίες κορυφώθηκαν με την μεγαλύτερη υποτίμηση όλων των εποχών, την αλλαγή της δραχμής με το ευρώ, η αγοραστική αξία του χρήματος μειωνόταν χωρίς όμως να είναι άμεσα ορατή μέσα σε έναν κυκεώνα καταναλωτισμού και προπαγάνδας.
Κατά τη διάρκεια αυτής της ρευστής εποχής, και πάλι ο Λαός δεν αντιδρούσε ουσιαστικά στα όποια σκάνδαλα έβλεπαν το φώς της δημοσιότητας ή όποιες σκανδαλώδεις πολιτικές και όποιοι ʽευρωπαϊκοί νεωτερισμοίʼ όπως π.χ. η πολιτική του να πληρώνονται αγρότες, ψαράδες και κτηνοτρόφοι για να καταστρέφουν αμετάκλητα τα κεφαλαιουχικά τους αγαθά όπως τα ξύλινα καΐκια, τις αγελάδες και τα πρόβατα τους, την σοδειά τους ή ακόμα και την πατροπαράδοτη γνώση τους αφού δεχόταν να αλλάξουν μεθόδους ή είδος καλλιέργειας που δεν γνώριζαν και που δεν μπορούσαν να διαθέσουν μόνοι τους, ανεξάρτητα από μεγαλοεμπόρους – μεσάζοντες. Αυτό, για το εφήμερο ποσό το οποίο τους δινόταν, συνιστούσε την ομαδική αυτοκτονία όλης της πρωτογενούς παραγωγής της Ελλάδος και την εξάρτηση της χώρας μας από άλλες ( με μεγαλύτερο κόστος, ζημία και αρκετές φορές χαμηλότερη ποιότητα ) ενώ ταυτόχρονα οι συγκεκριμένοι πρώην παραγωγοί οδηγούνταν και πάλι με την προτροπή του κράτους να επενδύσουν σε τουριστικές επιχειρήσεις οι οποίες είναι σαφώς εξαρτημένες από προπαγάνδα και την πρόθεση αποκλεισμού ή όχι από άλλες χώρες ή οργανισμούς ( παράγων πολύ πιο απειλητικός και επικίνδυνος από τον καιρό ο οποίος επηρέαζε τις σοδειές ) και για ορισμένα χρόνια δόθηκε η ψευδαίσθηση του κέρδους μέσω του κυρίως εσωτερικού τουρισμού όπου οι Έλληνες ξόδευαν τα δανεικά τους χρήματα ή οι μαθητές και οι φοιτητές ( λόγω των διασκορπισμένων πανεπιστημιακών σχολών και την διαδικασία των Πανελληνίων ) εξαναγκάζονταν να επενδύσουν.

Όμως, με την ψευδαίσθηση αυτή της δανεικής και πλασματικής οικονομικής ευρωστίας ο Λαός δεν αντέδρασε όταν κόπηκαν οι ρίζες της Ελληνικής οικονομίας με τον παραπάνω τρόπο ούτε και όταν τα διάφορα σκάνδαλα των ασφαλιστικών ταμείων, του χρηματιστηρίου, και άλλων κόλπων υπεξαίρεσης και υφαρπαγής των κεφαλαίων και των οικονομιών του Λαού έλαβαν χώρα. Έτσι, επετράπη μία ανακατανομή του πλούτου ώστε τα κεφάλαια του κόσμου να μεταφερθούν λάθρα και μέσω κατασκευασμένων οικονομικών καταστροφών όπως οι ʽφούσκεςʼ και η τρομοκρατία ή η εκάστοτε πετρελαιακή κρίση. Όμως, όσο ο δανεισμός επαναχρηματοδοτούσε τα στην ουσία χρεοκοπημένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις ο Λαός δεν αντιδρούσε, εφησυχασμένος σε μία περιοδική κίνηση λήψεως νέων δανείων ή τρόπων δανεισμού κυρίως με υποθήκη περιουσιών που χτίσθηκαν από τις προηγούμενες γενιές.

Τώρα, σε μία διαδικασία που άρχισε το 2007, παρατηρούμε μία αλλαγή : ο επαναδανεισμός γίνεται αδύνατος, η αγοραστική αξία του χρήματος είναι στο ναδίρ και ο Λαός βρίσκεται έξαφνα χωρίς περιουσία, χρήμα και δυνατότητες παραγωγής του αφού τα πάντα ελέγχονται στην αγορά εργασίας και το μέτωπο υποχρηματοδότησης του εργατικού δυναμικού είναι συντονισμένο σε όλους τους κλάδους εξαρτημένης εργασίας. Με την προεργασία που μόλις περιγράψαμε, όλες οι εργασίες είναι την ουσία εξαρτημένες ακόμα και εάν κάποιος δηλώνει ελεύθερος επαγγελματίας, αφού, για να υπάρχει δυνατότητα να είναι ο ελεύθερος επαγγελματίας βιώσιμος στην αγορά θα πρέπει στις περισσότερες περιπτώσεις να υποταχτεί σε έναν ʽμεσάζονταʼ ο οποίος θα του εξασφαλίσει την πελατεία του και φυσικά θα την ελέγχει. Αυτό το γεγονός γίνεται πιο έντονο με τις ανήκουστες ʽευρωπαϊκές απαιτήσειςʼ που επιβάλλονται άνευ λογικής και ουσιαστικού δικαιώματος στο κράτος, διατάσσοντας τόσο την πληρωμή αυθαιρέτων προστίμων ή την χρηματοδότηση ασχέτως δυνατοτήτων ή προτεραιοτήτων ή αντικειμένου ( όπως η παράλογη και παράνομη χρηματοδότηση των τραπεζών παγκοσμίως το οποίο στην ουσία ήταν και είναι η άμεση παράδοση κρατικού χρήματος στις τράπεζες μαζί με την δυνατότητα και την εγγύηση της επιπλέον πληρωμής από τον Λαό ο οποίος θα προσέλθει για να του δανείσουν τα χρήματα των αιματηρών φόρων του αν μπορεί ) καθώς και με το επιπλέον κοινωνικό βάρος και εκβιασμό της λαθραίας μετανάστευσης. Η λαθραία αυτή μετανάστευση είναι απαιτητή από τους ευρωπαίους ʽτοποτηρητέςʼ και προστατεύεται ενάντια στον γηγενή Λαό της κάθε ευρωπαϊκής χώρας, δημιουργώντας λόγο για δημιουργία ρατσιστικών συναισθημάτων καθώς και κοινωνικές αναταραχές και περαιτέρω οικονομική έκπτωση του Λαού ο οποίος καλείται να συντηρεί άτομα τα οποία δεν προσφέρουν τις ίδιες εισφορές με αυτόν και που στερούν από αυτό το Συνταγματικό του Δικαίωμα της εργασίας. Την ίδια στιγμή προπαγάνδα δίνει εχθρικά συναισθήματα στους μετανάστες για τον γηγενή Λαό και αποτρέπεται από το να αφομοιωθεί, με την επιμελή υπενθύμιση και απομόνωση του από την κεντρική κουλτούρα και εκπαίδευση. Έτσι, ζημιώνονται και οι δύο μεριές και υπάρχει συνεχώς ο υποβόσκων κίνδυνος της αναταραχής που μπορεί να κλιμακωθεί σε ο,τιδήποτε αφού δεν επιτρέπεται ( παρʼ όλες τις δηλώσεις ) να υπάρχει ομαλή συμβίωση με ενσωμάτωση και αφομοίωση όπως γινόταν ανέκαθεν ιστορικά με φυσικό τρόπο και ρυθμούς.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το αναβράζον περιβάλλον έχουμε μία κλιμακούμενη αποθράσυνση της δεξιάς κυβερνήσεως με υποστήριξη στην ουσία όλων των πολιτικών κομμάτων τα οποία ακούγονται αυτή την στιγμή στην πολιτική σκηνή, αφού οι βασικές διατάξεις ελέγχου των αιρετών αξιωματούχων δεν εφαρμόζονται από την αντιπολίτευση σε καμμία περίπτωση.

Έχουμε λοιπόν τώρα μία σειρά σκανδάλων, εγκλημάτων και δηλώσεων τα οποία παραμένουν στην ουσία ανέγγιχτα ενώ οι δηλώσεις αθετούνται σχεδόν εντός 24ώρου. Ο Λαός δείχνει οργή αλλά η όποια αντίδραση είναι ελεγχόμενη μέσω των λεγόμενων συνδικαλιστικών- συντονιστικών οργάνων τα οποία απλώς λειτουργούν ως διασπαστικοί παράγοντες για να κατακερματίζουν την λαϊκή δύναμη καθώς και μέσω της δημοσιότητας η οποία ελέγχεται αποκλειστικά σχεδόν από τα ΜΜΕ τα οποία ανήκουν σε αυτούς που κλέβουν το χρήμα του Λαού και το παραδέχονται ανοιχτά :

Εκφράσεις οι οποίες εμπεριέχουν τις λέξεις ʽευθύνηʼ, ʽστοίχημαʼ, ʽπειραματισμόςʼ, ʽπρόβλεψη άνευ εγγυήσεων και κυρωτικών δεσμεύσεων για τους προβλέποντεςʼ, ʽεκτιμήσειςʼ, ʽσφάλμαʼ, ʽσυνεχώς εναλλασσόμενη πραγματικότητα – δεδομέναʼ, στην ουσία λένε ευθαρσώς ότι θα χρησιμοποιήσουν λεφτά του κόσμου με την εγγύηση ότι δεν θα τα επιστρέψουν ποτέ αλλά θα ζητήσουν και άλλα, πάντα ατιμωρητί.

Το παραπάνω συμβάν τέτοιων εκφράσεων γίνεται όλο και πιο συχνά όσο ʽεντείνεταιʼ η ʽοικονομική κρίσηʼ. Επιτέλους, ο Λαός που βρίσκεται να έχει εξαθλιωθεί και τώρα συνειδητοποιεί ότι τον καταλήστευσαν εκφράζει θυμό και απόγνωση μαζί με μία κατάρρευση της ελπίδας / πίστης στους πολιτικούς, γεγονός το οποίο δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί την δεκαετία του 1980.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης / πίστης στους πολιτικούς και άλλους αξιωματούχους, ταυτόχρονα με την συνειδητοποίηση ότι αυτοί είναι που έχουν διοχετεύσει το κλεμμένο κεφάλαιο του Λαού στους αποδέκτες / κλεπταποδόχους είναι το πρώτο βήμα συνειδητοποίησης.

Το δεύτερο βήμα είναι η συνειδητοποίηση ότι τα κεφάλαια δεν έχουν χαθεί αλλά υπάρχουν και αυγατίζουν υπό άλλη, παράνομη κυριότητα. Το μόνο που ο Λαός χρειάζεται να κάνει είναι να εφαρμόσει τον Νόμο και να απαιτήσει την επιστροφή της κυριότητας σε αυτόν, πράγμα το οποίο είναι ζήτημα ωρών με την καινούργια τεχνολογία.

Οι νόμοι και ο δρόμος υπάρχουν από τους προγόνους μας, άσχετα εάν έχουν γίνει προσπάθειες υπονόμευσης των. Το μόνο το οποίο χρειαζόμαστε είναι να σταματήσουμε να φοβόμαστε τους κλέφτες που εξαρτώνται από εμάς και όχι αντίστροφα.