Όταν κάνουμε χιούμορ το οποίο αναφέρεται σε γεγονότα ή καταστάσεις οι οποίες είναι σκληρές, άδικες, απάνθρωπες, γελοίες και γενικώς ενάντια στην σωστή και υγιή εξέλιξη της κοινωνίας, τότε κάνουμε σάτιρα. Η σάτιρα είναι πάντα σκωπτική και υποδεικνύει τα κακώς κείμενα με καυστικό τρόπο. Αυτή είναι μία εκδήλωση κεκαλυμμένου θυμού και αγανάκτησης από αυτόν που την κάνει σωστά και η επίδραση της μπορεί να έχει δύο αποτελέσματα : εάν είναι μέτρια, να αποτελέσει διέξοδο και αποφόρτιση αυτών που την παρακολουθούν έτσι ώστε να αισθανθούν ότι έχουν επαρκώς τιμωρήσει αυτούς προς τους οποίους στοχεύει η σάτιρα και συνεπώς αισθάνονται δικαιωμένοι χωρίς ανάγκη περαιτέρω δράσης. Εάν είναι καλή ή πολύ καλή αποτελεί έναυσμα για περαιτέρω εποικοδομητική δράση ενάντια σε αυτούς που στοχεύει η σάτιρα με την οργή να έχει διατηρηθεί και εστιαστεί σωστά για περαιτέρω δράση και επανόρθωση των κακώς κειμένων.

Όμως όταν η σάτιρα είναι κακή αυτό το οποίο κάνει είναι να αναστέλλει πολλές λειτουργίες προσωπικές και κοινωνικές και να αποπροσανατολίζει το κοινό αίσθημα και την αποφασιστικότητα για περαιτέρω δράση. Αυτό επιτυγχάνεται κατ’ αρχάς με κακό χιούμορ το οποίο στρέφεται συνεχώς γύρω από χυδαιότητες, βωμολοχία και παρουσίαση ανύπαρκτων καρικατούρων ως αντιπροσωπευτικά και σημαντικά δείγματα της καθημερινής Ελληνικής κοινωνίας. Η κακή σάτιρα αναδεικνύει περιθωριακά στοιχεία τα οποία δεν είναι ούτε σημαντικά ούτε καθοριστικά ούτε αντιπροσωπευτικά της πραγματικότητας ως σημαντικά και καίρια σημεία μίας ταυτότητας και ενός κοινωνικού συνόλου διότι κανείς όταν σατιρίζει πραγματικά δεν ασχολείται με ασήμαντα πράγματα. Η σάτιρα πάντα απευθύνεται σε ζωτικής σημασίας θέματα και καταστάσεις και έτσι είναι καταγραμμένη στην κοινή συνείδηση της ανθρωπότητας.

Η κακή σάτιρα κατ’ αρχάς κατεβάζει το ποιοτικό και πνευματικό επίπεδο του κοινού που παρακολουθεί αφού δεν θεωρεί το κοινό ικανό να καταλάβει χιούμορ ή υπονοούμενα τα οποία δεν σχετίζονται με βασικές λειτουργίες του σώματος ή δεν μπορεί να διασκεδάσει με ευφυολογήματα τα οποία δεν συμπεριλαμβάνουν βασικές σωματικές παρά φύση ή ακραίες καταστάσεις. Με την συναισθηματική εξυπνάδα / ευφυΐα / αντίληψη ( emotional intelligence ) το κοινό της κακής σάτιρας αισθάνεται υποβιβασμένο ή χυδαίο ή έστω και σε μία λιγότερο κολακευτική θέση αφού αναγκάζεται να γελάει με πράγματα τα οποία η κοινωνία θεωρεί προσωπικά ή τραυματικά.

Μέσω της διαδικασίας συνδυασμού μίας κατάστασης με μία άλλη με τη βοήθεια ενός τρίτου καταλύτη ( σε αυτή την περίπτωση της κακής σάτιρας ) η αίσθηση αυτή του ταμπού και της μη καθαρότητας που προκαλεί η βωμολοχία και η αναφορά σε συμπεριφορές άσχημες ή κατακριτέες ηθικά συνδυάζεται με την συζήτηση πολιτικών καταστάσεων και θεμάτων ή κοινωνικών και Ανθρωπιστικών προβλημάτων. Συνεπώς, μέσω της συνδυαστικής διαδικασίας ( association process / learning ) η κακή σάτιρα μαθαίνει στον κόσμο που την παρακολουθεί να αποφεύγει να συζητάει πολιτικά προβλήματα, κοινωνικές αδικίες και θέματα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αφού συναισθηματικά είναι συνδυασμένα με ταμπού ή ως άσχημες ή ανήθικες συμπεριφορές.

Επίσης, δια της μάθησης μέσω παραδειγμάτων ( learning by imitation/ modeling ) η κακή σάτιρα διδάσκει στο κοινό της να μην σέβεται θεσμούς που πρέπει να σέβεται ( π.χ. σεβασμός στην Τρίτη ηλικία ή ένα Έθνος, την σωστή επιστήμη, τον Λαό και τον Πολίτη ως ενεργό Πολιτικό Ρυθμιστή ) και να σέβεται και να φοβάται θεσμούς που πρέπει να ελέγχει και εκτιμά συνεχώς ( π.χ. διάφορα υπουργεία, νομοθεσίες, πολιτικές επί της οικονομίας ή της εκπαίδευσης, τον τσαρλατανισμό / επιστημονικοφάνεια, την πλουτοκρατία / μεγάλους κεφαλαιούχους και τον όχλο ως Πολιτικό Όργανο ).

Αυτό γίνεται υποδόρια και κεκαλυμμένα κατά την διάρκεια που, θέλοντας το κοινό να ξεσπάσει, να δικαιωθεί και να διασκεδάσει, οι αμυντικοί μηχανισμοί του ατόμου και η κριτική του σκέψη δεν είναι σε εγρήγορση αλλά αντιθέτως υπάρχει πρόθεση και αναμονή να δεχθεί αυτό που θα ακούσει από την σάτιρα. Έτσι μηνύματα περνάνε χωρίς την κριτική εκτίμηση που κάποιος θα έκανε εάν τον προειδοποιούσαν για την κακή ( και όχι επαναστατική ή αληθοφανή ή έξυπνη ) σάτιρα που επρόκειτο να παρακολουθήσει. Το μήνυμα το οποίο περνάει υποδορίως και χωρίς την κρίση ή τις συνηθισμένες διαδικασίες σκέψεις είναι κάτι το οποίο μένει ως θέσφατο αξίωμα στο υποσυνείδητο μέχρι ( ή εάν ) κάποιος εστιάσει σε αυτό και το δεχθεί ή απορρίψει συνειδητά.

Μία τέτοια μορφή κλασικής κακής σάτιρας είναι και η εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου, κατά την οποία όλες οι βασικές αρχές της κακής σάτιρας ακολουθούνται κατά γράμμα :

1. το 99% των ‘αστείων’ ή των ‘ευφυολογημάτων’ είναι γύρω από τις φυσικές ανάγκες του Ανθρώπου και την κακή έννοια της σεξουαλικότητας.
2. όλες οι αναφορές σε γυναίκες, ηλικιωμένους, επιστήμονες και Ανθρώπους της Τέχνης είναι υποτιμητικές, υποβιβαστικές ή κακώς αντιπροσωπευόμενες με κακέκτυπα ‘ καλλιτεχνών’, ‘ επιστημόνων’ και άλλων ατόμων που κακώς ή καταχρηστικώς χρησιμοποιούν κάποιους τίτλους επαγγελμάτων. Στην εκπομπή της περασμένης Τρίτης συγκεκριμένα οι αναφορές σε ηλικιωμένα άτομα ήταν αποκλειστικά γύρω από την έλλειψη αντίληψης ή την ηλιθιότητα που θέλει να τους προσάψει, οι γυναίκες παρουσιάστηκαν ως υστερικές με τάσεις κυριαρχίας ή περιορισμού της ελευθερίας του άντρα, ο άντρας υποβιβάσθηκε σε έναν ανήλικο και ανήθικο άνθρωπο, οι τραγουδίστριες παρουσιάστηκαν ως κακόφωνες, πρόστυχες ή ανεγκέφαλες, οι ψυχολόγοι ως πλείστοι γελοιότητος, παραλογίας ή κολακείας και όλες οι προσωπικότητες της τηλεόρασης ως ανίκανοι, τρελοί ή έχοντες το ακαταλόγιστο.
3. επιβάλλει τους πολιτικούς ασχέτως του εύρους της ανικανότητας, αναίδειας, ηλιθιότητας, εγκληματικότητας, ανηθικότητας ή χυδαιότητας που τους προσάπτει δικαίως ή ατελώς ως αναγκαίο κακό που οφείλει ο Λαός να υπομένει.
4. απαγορεύει / γελοιοποιεί τις γνώμες Ανθρώπων που ανήκουν στον Λαό ή τους παρουσιάζει ως απλοϊκούς ή γραφικές φιγούρες οι οποίες σαφέστατα δεν μπορούν να έχουν δυναμισμό ή βάρος στην γνώμη τους.
5. επικροτεί την ασέβεια ή την απαξίωση των Εθνικών συμβόλων και οποιονδήποτε τολμήσει να τα αντιμετωπίσει σοβαρά ή με τον σεβασμό που απαιτεί το Σύνταγμα, επιδεικνύοντας συμπεριφορές ορθές για οποιονδήποτε είναι σωστός Πολίτης του Κράτους του ( π.χ. συγκίνηση ή σοβαρότητα κατά το άκουσμα του Εθνικού του Ύμνου ) και αποπειρώμενος είτε να τα συνδυάσει με άτομα που επιχειρεί να τα πολιτογραφήσει γελοία σε όλα είτε σεβόμενος πράξεις προδοσίας και εξύβρισης του Ελληνικού λαού σύμφωνα με το Σύνταγμα ( π.χ. κάψιμο της Εθνικής Σημαίας ).

Στην εκπομπή της περασμένης Τρίτης, αλλά και στις περισσότερες εκπομπές του, ο Λάκης Λαζόπουλος στην ουσία είπε και προσπάθησε να επιβάλλει τα εξής, όπως αυτά προκύπτουν από την επιστημονική επεξεργασία της ανάλυσης του περιεχομένου ( content analysis ) :

1. ότι ο Κώστας Καραμανλής είναι το καλύτερο αναγκαίο κακό και ο λιγότερο κλέφτης και ο Λαός θα πρέπει να τον ανεχθεί διότι ο Γιώργος Παπανδρέου είναι πιο χαζός / καθυστερημένος από αυτόν και κάνει βλακείες, ενώ ο Κ. Καραμανλής απλώς παρασύρεται από κακούς συνεργάτες και είναι εκτός τόπου και χρόνου αλλά βασικά όχι χαζός, όχι διεφθαρμένος, όχι κακός, όχι ανήθικος. Επέβαλε στον Λαό όλα τα αντισυνταγματικά κατάφωρα μέτρα και νομοθεσίες, τον κατέκλεψε και τον εξέθεσε σε όλους τους Εθνικούς του εχθρούς εκ παραδρομής ( ο Λάκης Λαζόπουλος θεωρεί ή θέλει να επιβάλλει ότι η αμέλεια δεν καταδικάζει κάποιον για το ίδιο αδίκημα που θα έκανε συνειδητά. Αυτό βέβαια δεν μπορούμε να το εκλάβουμε παρά μόνο ως συνειδητή χειραγώγηση του Ελληνικού Λαού από τον Λ. Λαζόπουλο ο οποίος με το μεταπτυχιακό της Νομικής που κατέχει σίγουρα γνωρίζει τον Ποινικό Κώδικα. Επίσης, προσπαθεί να απαλλάξει τον Κ. Καραμανλή που έχει αναλάβει να υπερασπίσει « λόγω αμφιβολιών» όταν υπάρχουν αμέτρητες αποδείξεις για τον δόλο και την συνεργία / υποκίνηση / συμμετοχή σε όλα τα Εθνικά εγκλήματα που τελέσθηκαν ή συνεχίζονται να τελούνται υπό την πρωθυπουργία του ). Ζήτησε από τον Λαό, προσπαθώντας να του το επιβάλλει ως αναγκαίο, να ξαναεμπιστευτεί και να ξαναψηφίσει τον Κ. Καραμανλή αντί να τον τιμωρήσει όπως η κοινή γνώμη θέλει.
2. προσπάθησε να πείσει τον Λαό ότι ο Κ. Καραμανλής είναι θύμα κακών υπουργών / συνεργατών ( π.χ. Θ. Ρουσσόπουλος ) και της αντίδρασης του Κ. Μητσοτάκη σε αντίποινα για την εμπλοκή της κόρης του σε κακή δημοσιότητα.
3. σχετικά με το σκάνδαλο της μονής Βατοπεδίου αναφέρθηκε μόνο στην διαδικασία κλοπής Εθνικών γαιών ( αφού τις χαρακτήρισε και βρώμικες ) και ακινήτων χωρίς να αναφέρεται σε τίποτε άλλο ούτε σε κανέναν άλλο με τρόπο που να τραβάει την προσοχή σε αυτόν.
4. δεν αναφέρθηκε καθόλου στην οικονομική κρίση, παρά μόνο για να περάσει το μήνυμα ότι ο Λαός που μαστίζεται από την κρίση αυτή είναι κλεπταποδόχος ή έχει ανάγκη από κλοπή ( αφού το μόνο που έδειξε ήταν κόσμο που επευφημούσε αγνώστους που έκλεψαν φαγητό από super market και το έδωσαν στους Πολίτες ) και όχι ανάγκη να ενεργοποιήσει απλώς την Πολιτική του Δύναμη για να του επιστρέψουν αυτά που του έκλεψαν με τόκο.
5. δεν αναφέρθηκε καθόλου στην πολιτική κατάσταση στις Η.Π.Α.
6. δεν αναφέρθηκε καθόλου στην Ε. Ε. και την εντολή της για όλα τα κρατικά μέσα μεταφοράς να είναι στα χέρια ιδιωτών.
7. παρουσίασε ( μόνο προφορικά και χωρίς αποδείξεις ) χούλιγκανς ή ανθρώπους που κάνουν προβοκάτσια ( τους γνωστούς αγνώστους ) ως καλούς και χρηστούς Πολίτες.

Η καλή σάτιρα κάνει τον Άνθρωπο να έχει ξεκάθαρη άποψη και να μπορεί να την αποδείξει, και προπαντός να αισθάνεται ωραία και με δύναμη ( π.χ. ο ‘ Πυγμαλίων’ του Τζ. Μπέρναρ Σώ ). Η σάτιρα του Λ. Λαζόπουλου κάνει τον Άνθρωπο να μην ξέρει τι να σκεφτεί παρά μόνο σε γενικές και ασαφείς γραμμές, δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτές τις γραμμές και προπαντός αισθάνεται αβοήθητος και καταδικασμένος ( π.χ. « οι Έλληνες πρέπει να πάρουν απόφαση ότι θα ζούν [ πολιτικά ] με χειμώνες. Καλοκαίρια τέλος !» ) και συνεπώς είναι πολύ κακή σάτιρα η οποία χρησιμεύει μόνο ως χειραγώγηση και πλύση εγκεφάλου υπέρ αυτών για τους οποίους δουλεύει και τα συμφέροντα τους. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε από την υποστήριξη και προώθηση της εκπομπής του αυτής ( αν και παρουσιάζεται ως ενάντια στο σύστημα το οποίο τα ΜΜΕ αντιπροσωπεύουν όπως έχουμε πολλάκις αποδείξει ) και τα πολλά βραβεία και προνόμια που έχει λάβει και συνεχίζει να λαβαίνει από μεγάλους κεφαλαιούχους, πολιτικούς, και ιδιοκτήτες / αξιωματούχους τους οποίους ισχυρίζεται ότι στηλιτεύει και κατακρίνει ‘ επικίνδυνα’. Κανείς δεν υποστηρίζει ή προωθεί αυτόν που τον υπονομεύει αλλά αυτόν που τον προστατεύει ή δουλεύει για αυτόν.