Ανέκαθεν από την εφεύρεση της έννοιας των συμβόλων πλούτου για την διευκόλυνση εμπορικών συναλλαγών, δηλαδή την αρχή της χρήσης χρήματος σε διάφορες μορφές, υπήρχε μία αδιάσειστη αλήθεια που μένει σταθερή και πλήρως ισχύουσα μέχρι και σήμερα :
Το χρήμα είναι λίγο πολύ δεδομένο σε ποσό και ακολουθεί τους νόμους των συγκοινωνούντων δοχείων.
Αυτό σημαίνει ότι όταν κάποιος έχει μαζέψει πολύ χρήμα ( σε επίπεδο αριστοκρατίας όχι επίπεδο μεσαίας τάξης ) κάποιος άλλος έχει πολύ λίγο έως καθόλου διότι ο πρώτος το έχει οικειοποιηθεί. Τα συγκοινωνούντα δοχεία είναι σαφή και πάντα η ένδειξη τεράστιου πλούτου είναι άμεση ένδειξη τεράστιας φτώχειας και ανάποδα.
Η σύναξη τέτοιου τεράστιου πλούτου είναι επίσης άμεση απόδειξη χρήσης υποδόριων, παράνομων και υποκλεπτικών μέσων για την συγκομιδή του πλούτου αυτού. Απόδειξη της αλήθειας που μόλις είπαμε είναι ότι τα άτομα που έχουν αυτό το επίπεδο άκρατου πλούτου δεν εργάζονται, δεν έχουν μισθούς και έχουν εισοδήματα από ενοίκια, επιδόματα, χορηγίες, ‘κίνητρα’ από το κράτος, αποζημιώσεις από το κράτος ( αυτό περιλαμβάνει και την λεγόμενη βουλευτική αποζημίωση ), επενδύσεις, ομόλογα, μετοχές, και πάσης φύσεως άλλα τεχνάσματα που έχουν σχέση με τις αρχές του τζόγου, του ξεγελάσματος και του μαύρου χρήματος ( όπως είναι το χρηματιστήριο, οι πτωχεύσεις Α.Ε., οι συγχωνεύσεις, οι κρατικές συνεργασίες, το παιχνίδι περιοδικών κρατικοποιήσεων – αποκρατικοποιήσεων – κρατικοποιήσεων, κ.ά. ).
Κανένας άνθρωπος, όσο άξιος, έξυπνος, δυναμικός, ανταγωνιστικός και εάν είναι δεν μπορεί να μαζέψει πλούτο παραπάνω από αυτό της ανωτέρας μεσαίας τάξης ( δηλαδή, συνήθως εξειδικευμένοι επαγγελματίες με αυτό-απασχόληση ) χωρίς να χρησιμοποιήσει τα παραπάνω ύπουλα, αδιαφανή και καταχρηστικά μέσα τα οποία είναι ανοιχτά μόνο σε συγκεκριμένες οικογένειες και τους υποτελείς τους και δεν λειτουργούν με βάση την αξιοκρατία αλλά την υποταγή και την καταγωγή.