Την 1η Αυγούστου, σε ένα λεωφορείο στην επαρχία της Μανιτόμπα, Καναδά, ένας μεσήλικος άνδρας ξαφνικά επιτέθηκε σε ένα νεαρό ο οποίος έτυχε να κάθεται δίπλα του. Η επίθεση ήταν τυχαία, κανένας από τους δύο άνδρες δεν ήξερε τον άλλο και ο δράστης είχε αλλάξει θέσεις τουλάχιστον μια φορά από την ώρα που ανέβηκε στο λεωφορείο, περίπου δύο ώρες πριν. Μαχαίρωσε επανειλημμένα το θύμα του, και μετά αφού τον έκλεισε μέσα στο λεωφορείο ο οδηγός (αφού όλοι οι άλλοι επιβάτες βγήκαν έξω ασφαλώς), αυτός έκοψε το κεφάλι του θύματος για να το επιδείξει. Τα έκανε όλα αυτά ακριβώς όπως περιγράφεται στον δολοφόνο της Σαντορίνης: με ένα ήρεμο, μεθοδικό τρόπο.
Αυτό που είναι ενδιαφέρον δεν είναι το ίδιο το συμβάν αλλά τα ρεπορτάζ επί αυτού και η επακολουθούσα αναταραχή. Πολλές εφημερίδες και τηλεοπτικές ειδησεογραφικές εκπομπές ανέφεραν το τι γινόταν χρησιμοποιώντας προκλητική γλώσσα που αρμόζει καλύτερα σε μυθιστορήματα φαντασίας και καλούσαν αναγνώστες συγκεκριμένα να δημοσιεύσουν τις σκέψεις τους επί του θέματος. Η εφημερίδα Star Phoenix, για παράδειγμα, έγραψε για έναν άντρα «που ανέμιζε τριγύρω ένα κομμένο κεφάλι» και κατόπιν προσκαλούσε τους αναγνώστες να «εκφραστούν ανεπιφύλακτα» σχετικά με το «τι περνάει από το μυαλό σας όταν ακούτε για ένα τέτοιο συμβαν; Χρειαζόμαστε καλύτερη αστυνόμευση στα λεοφωρεία; Περισσότερη επισκόπηση για ψυχασθένεια; (η έντονη γραφή όπως παρουσιάστηκε στην εφημερίδα) Η εφημερίδα Chronicle Journal περιέγραψε τα γεγονότα με την μικρότερη, πιο ανατριχιαστική λεπτομέρεια, και κατόπιν ανέσυρε το μοναδικό πρότερο επεισόδιο βίας σε λεωφορεία που έγινε έστω και λίγο κοντά στην περιοχή. Καμία σημασία δεν δόθηκε ότι το πρότερο συμβάν έλαβε χώρα οχτώ χρόνια πριν, και η εντύπωση που λαβαίνει ένας αναγνώστης είναι ότι έχουμε ένα μεγάλο πρόβλημα που απαιτεί επείγουσα προσοχή.
Οι εφημερίδες, η τηλεόραση και οι ραδιοφωνικές εκπομπές κάνουν αφιερώματα στο πόσο συνιστούνται τέτοιες κυβερνητικές πράξεις όπως το να δημιουργηθεί κατάλογος δήλωσης όλων των μαχαιριών, να τοποθετηθεί ένοπλη αστυνομία μέσα στα λεωφορεία και να νομοθετήσουν μεθόδους ασφαλείας όπως στα αεροδρόμια για τους σταθμούς των λεωφορείων. Το αν το αφιέρωμα είναι υπέρ ή κατά αυτού του είδους των μέτρων δεν έχει σημασία. Οι συστάσεις αυτές δημιουργούν μια αίσθηση στους πολίτες ότι το παραπάνω δεν είναι ένα απομονωμένο συμβάν, ότι η βία στα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι κάτι για το οποίο χρειάζονται προστασία. Ο κυβερνητικός σχολιασμός ενισχύει αυτή την πεποίθηση με την συνεχή του ρητορία για την ανάγκη για πιο αυστηρή αστυνομία, πιο στυγνούς νόμου και μακρύτερες ελάχιστες ποινές, όλα στο όνομα της δημόσιας ασφάλειας και άσχετα αν η εγκληματικότητα πέφτει συνεχώς σε όλο τον Καναδά εδώ και πολλά χρόνια.
Το συμβάν της Μανιτόμπα έχει δώσει στον Πρωθυπουργό Στέφεν Χάρπερ, τους υπουργούς τους, και άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους μια τέλεια ευκαιρία να επιβάλλουν το αίσθημα της ανασφάλειας που έχουν ήδη εμφυσήσει στους Καναδούς Πολίτες, και το εκμεταλλεύονται στο έπακρο. Ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης Στόκγουελ Ντέυ υπονόησε ότι η κρατική επέμβαση στο μέγιστο επίπεδο είναι απαραίτητη όταν είπε «Μπορώ να διαβεβαιώσω τους ανθρώπους ότι όλα είναι σε πλήρη κίνηση στο να φτάσουμε στο βάθος αυτού του γεγονότος.»
Τέτοιες απόπειρες εκφοβισμού έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για να περιορίσουν την ελευθερία στην Μανιτόμπα. Η τραγωδία της Μανιτόμπα είναι ακόμα μια ευκαιρία να μαλακώσουν την κοινή γνώμη ως προς διατάξεις που θα μειώσουν την ελευθερία ακόμα περισσότερο, και η κυβέρνηση το εκμεταλλεύεται πλήρως με την οικειοθελή συμμετοχή των ΜΜΕ.
από την Εύα Λόντον, Καναδά